ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΙΟΥΛΙΤΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΑ
ΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΕΧΘΕΙΣΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Τί ουν επί τούτοις; Άρα εδελεάσθη των πλούτω; Ή τη προς τον αδικούντα φιλονικία το συμφέρον παρείδεν; Ή τον εκ των δικαστών επηρτημένον κίνδυνον εξεπλάγη; Ουμενούν˙ άλλ’ ερρέτω, φησίν, ο βίος, οιχέσθω χρήματα, μηδέ το σώμά μοι περιλειφθείη, πριν τινά φωνήν αφιέναι ασεβή κατά του κτίσαντός με Θεού. Και όσω πλέον εώρα τον άρχοντα τοις λόγοις τούτοις αγριαινόμενον και προς την εσχάτην κατ’ αυτής οργήν εκκαιόμενον, τοσούτω πλέον ευχαρίστει τω Θεώ, ότι χρημάτων φθαρτών αμφισβητούσα εφάνη των ουρανίων αγαθών εαυτή βεβαιούσα την κτήσιν, και γην μεν αφαιρουμένη, ίνα παράδεισον κτήσηται, ατιμίαν δε καταδικαζομένη, ίνα των στεφάνων της δόξης καταξιωθή, σώμα δε καταικιζομένη και ζωήν αφαιρουμένην την πρόσκαιρον, ίνα των μακαρίων ελπίδων λάβηται, μετά πάντων των αγίων εν τη χαρά της βασιλείας ευρισκομένη. Ως δε πολλάκις ερωτωμένη, πολλάκις την αυτήν ηφίει φωνήν, δούλην εαυτήν του Χριστού λέγουσα, και κατηράτοι τοις προς την άρνησιν προκαλουμένοις, τότε δη ο κριτής της αδικίας ου μόνον τα κτήματα, ων αδίκως και παρά τους νόμους αφήρητο, απεστέρησεν, αλλά και την ζωήν αυτήν προσεζημίωσεν, ως ενόμιζε, πυρί παραδούς αυτήν. Η δε προς ουδέν ούτω των κατά τον βίον τερπνών ηπειγμένως έδραμεν, ως επί την φλόγα ήλθεν εκείνην, προσώπω και σχήματι και οις εφθέγγετο και τη επανθούση φαιδρότητι της ψυχής το περιχαρές εμφαίνουσα, παρακαλούσα τας παρεστηκυίας των γυναικών μη καταμαλακίζεσθαι προς τους υπέρ της ευσεβείας πόνους, μηδέ την της φύσεως ασθένειαν προφασίζεσθαι, εκ του αυτού φυράματος, λέγουσα, τοις ανδράσιν εσμέν. Κατ’ εικόνα Θεού γεγόναμεν, ως και ούτοι. Αρετής δεκτικόν το θήλυ, ομοτίμως τω άρρενι, παρά του κτίσαντος γέγονε. Και τι γαρ ή συγγενείς τοις ανδράσι δια πάντων εσμέν; Ου γαρ σαρξ μόνον ελήφθη προς γυναικός κατασκευήν, αλλά και «οστούν εκ των οστέων». Ώστε το στερρόν και εύτονον και υπομονητικόν, εξ ίσου τοις ανδράσι, και παρ’ ημών οφείλεται τω Δεσπότη. Ταύτα ειπούσα, προς την πυράν ήλατο˙ η δε περισχούσα της αγίας το σώμα, ώσπερ τις θάλαμος φωτεινός, την μεν ψυχήν επί την ουράνιον χώραν και την πρέπουσαν αυτή λήξιν ανέπεμψε, το δε τίμιον σώμα ακέραιον διεσώσατο τοις προσήκουσιν, όπερ εν τω καλλίστω προτεμενίσματι της πόλεως κείμενον αγιάζει μεν τον τόπον, αγιάζει δε τους εις αυτόν συνιόντας. Γη δε η κατευλογηθείσα τη επιδημία της μακαρίας, εκ την οικείων λαγόνων ύδατος φύσιν χαριεστάτην ανήκεν, ώστε την μάρτυρα αντί μητρός γενομένην, οίόν τίνι γάλακτι κοινώ τιθηνείσθαι τους εν τη πόλει. Τούτο και υγιαίνουσι φυλακτήριον, και τρυφώσι σωφρόνως ηδονής χορηγία, και αρρωστούσι παραμυθία˙ την του Ελισσαίου χάριν εις Ιεριχουντίους, ταύτην εις ημάς παρασχομένης της μάρτυρος, το αλμυρόν της κοινής φύσεως των περί τον τόπον υδάτων εις γλευκείαν και απαλήν και προσηνή πάσιν αίσθησιν δια της ευλογίας μεταβαλούσης. Οι άνδρες μη καταδέξησθε γυναικών ελάττους οφθήναι προς την ευσέβειαν. Αι γυναίκες μη απολειφθήτε του υποδείγματος, άλλ’ απροφασίστως της ευσεβείας αντέχεσθε, έργω πείραν λαβούσα ότι προς ουδέν υμίν των αγαθών το ελάττωμα της φύσεως εμποδίζει.
Πολλά περί της μάρτυρος ειπείν ωρμημένον, ο χθες ημίν κινηθείς λόγος, ατελής καταλειφθείς, την επί πλέον εν τούτοις διατριβήν ουκ επιτρέπει. Δυσχερής δε τις εγώ φύσει προς παν το ατέλεστον. Ατερπές μεν γαρ θέαμα και εικών εξ ημισείας την μίμησιν έχουσα, άχρηστος δε οδοιπορίας πόνος, μη προς το προκείμενον πέρας, μηδέ προς τους ωρισμένους σταθμούς αποσωθέντος του οδοιπόρου. Και θήρας το παρά μικρόν, ίσον εστί του μηδενός, και οι τρέχοντες εν τοις σταδίοις, ενί πολλάκις βήματι μόνω ελαττωθέντες, των βραβείων εξέπεσον. Και ημείς τοίνυν επιμνησθέντες των του αποστόλου ρημάτων χθες, και εν βραχέσιν ελπίζοντες παραδραμείσθαι αυτών την διάνοιαν, ευρέθημεν πολλαπλάσια των ειρημένων παραλιπόντες, διόπερ αναγκαίαν ηγούμεθα υμίν των ελλειφθέντων την έκτισιν. Ελέγετο τοίνυν παρά του αποστόλου «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε». Περί μεν ουν του πάντοτε χαίρειν χρήναι, ει και μη τη υποθέσει αρκούντως, άλλ’ ημίν γε ικανώς είρηται τη προτεραία. Ει δε και δει αδιαλείπτως προσεύχεσθαι, και δυνατόν εστί το παράγγελμα, οι τε απαιτούντες υμείς έτοιμοι, εγώ τε κατά δύναμιν την συνηγορίαν του λόγου πληρώσω. Προσευχή εστίν αίτησις αγαθού παρά των ευσεβών εις Θεόν γινομένη. Την δε αίτησιν ουκ εν ρήμασιν οριζόμεθα πάντως. Ουδέ γαρ ηγούμεθα τον Θεόν της δια των λόγων υπομνήσεως δείσθαι, άλλ’ ειδέναι, και μη αιτούντων ημών, τα χρήσιμα. Τί ουν εστίν ο φαμέν; Ότι χρη μη εν συλλαβαίς ημάς την προσευχήν αποπληρούν, αλλά προαιρέσει μάλλον ψυχής και πράξεσι ταις κατ’ αρετήν παντί τω βίω συμπαρεκτεινομέναις, την δύναμιν πληρούσθαι της προσευχής. «Είτε γαρ εσθίετε, φησίν είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείται». Καθεζόμενος επί τραπέζης, προσεύχου˙ προσφερόμενος τον άρτον, τω δεδωκότι την χάριν αποπλήρου˙ οίνω το ασθενές του σώματος υπερείδων, μέμνησο του παρεχομένου σοι το δώρον εις ευφροσύνην καρδίας, και παραμυθίαν αρρωστημάτων. Παρήλθεν η χρεία των βρωμάτων; Η μέντοι μνήμη του ευεργέτου μη παρερχέσθω. Τον χιτώνα ενδυόμενος, ευχαρίστει τω δεδωκότι˙ το ιμάτιον περιβαλλόμενος, αύξησιν την εις Θεόν αγάπην, ός και χειμώνι και θέρει επιτήδεια ημίν σκεπάσματα εχαρίσατο, την τε ζωήν ημών συντηρούντα, και το άσχημον περιστέλλοντα. Επληρώθη η ημέρα; Ευχαρίστει τω τον ήλιον μεν εις υπηρεσίαν των ημερινών έργων χαρισαμένω ημίν, πυρ δε παρασχομένω του φωτίζειν την νύκτα, και ταις λοιπαίς χρείαις ταις κατά τον βίον υπηρετείν. Η νυξ άλλας υποθέσεις προσευχής προξενείτω. Όταν αναβλέψης εις τον ουρανόν, και προς τα των άστρων ενατενίσης κάλλη, προσεύχου τω Δεσπότη των ορωμένων, και προσκύνει τον αριστοτέχνην των όλων Θεόν, ος εν σοφία τα πάντα εποίησεν. Όταν ίδης πάσαν φύσιν ζώων ύπνω κατεχομένην, πάλιν προσκύνει τον και ακουσίως ημάς δια του ύπνου της συνεχείας των πόνων λύοντα, και εκ μικράς αναπαύσεως πάλιν προς την ακμήν της δυνάμεως επανάγοντα.
Η ουν νυξ μη έστω ώσπερ τις ίδιος και εξαίρετος κλήρος του ύπνου πάσα, μηδέ καταδέξη δια της κατά τον ύπνον αναισθησίας το ήμισυ της ζωής αχρειούν, αλλά μεριζέσθω σοι της νυκτός ο χρόνος εις τε ύπνον και προσευχήν˙ αλλά και οι ύπνοι αυτοί μελετήματα έστωσαν της ευσεβείας. Πεφύκασι γαρ πως αι καθ’ ύπνον φαντασίαι, ως τα πολλά, απηχήματα είναι των μεθημερινών φροντίδων. Οποία γαρ αν η τα κατά τον βίον ημών επιτηδεύματα, τοιαύτα ανάγκη είναι και τα ενύπνια. Ούτως αδιαλείπτως προσεύξη˙ ουκ εν ρήμασι πληρών την προσευχήν, αλλά δι’ όλης του βίου της διαγωγής συνάψας σεαυτόν τω Θεώ, ως συνεχή και αδιάλειπτον είναι προσευχήν την ζωήν σου. Αλλά και «Εν παντί, φησίν, ευχαριστείτε». Και πώς δυνατόν, φασί, τούτο γενέσθαι, ψυχήν κατώδυνον συμφοραίς, και οιονεί περικεντουμένην τη αισθήσει των αλγεινών, μη προς θρήνους εκφέρεσθαι και δάκρυα, άλλ’ ευχαριστείν ως επ’ αγαθοίς τοις απευκταίοις κατ’ αλήθειαν; Α γαρ αν επαράσαιτό μοι ο εχθρός, ταύτα παθών, πώς επ’ αυτοίς ευχαριστείν δυνήσομαι; Ανήρπασται το παιδίον άωρον, και ωδίνες των πρώτων χαλεπώτεραι, οδυνωμένην επί τω αγαπητώ την μητέρα κατατιτρώσκουσι˙ πώς καταλιπούσα τους θρήνους, ευχαριστίας φωνάς αναλάβη; Πώς; Εάν λογίσηται ότι τω παιδί τω εξ αυτής γεννηθέντι οικειότερος πατήρ ο Θεός, και φρονιμώτερος προστάτης, και οικονόμος του βίου. Τι ουν ουκ επιτρέπομεν τα αυτού κτήματα προς το δοκούν διατίθεσθαι τω φρονίμω Δεσπότη, άλλ’ ως οικείων στερούμενοι αγανακτούμεν, και τοις αποθνήσκουσιν ως αδικηθείσι συμπάσχομεν; Συ δε εκείνο λογίζου ότι ουκ απέθανε το παιδίον, άλλ’ απεδόθη, ουδέ απετελεύτησεν ο φίλος, άλλ’ απεδήμησε, και μικρόν τι προείληφε της οδού, ην και ημάς αναγκαίως δεήσει πορεύεσθαι. Έστω σοι εντολή του Θεού σύνοικος, οίόν τι φως και διαύγειαν προς την των πραγμάτων διάκρισιν παρεχομένη αδιαλείπτως, ήτις πόρρωθεν την της ψυχής σου επιστασίαν προκατασχούσα, και τας αληθείς περί εκάστου δόξας προευτρεπίζουσα, υπ’ ουδενός εάσει σε των προσπιπτόντων αλλοιωθήναι, αλλά τω προευτρεπισμένω της διανοίας, ώσπερ τινά σκόπελον θαλάσσης γείτονα, ασφαλώς και ασείστως των τε βιαίων πνευμάτων και των κυμάτων τας επιδρομάς υπομένειν. Δια τί γαρ ουχί θνητά φρονείν περί του θνητού προειθίσθης, άλλ’ απροσδόκητον του παιδός τον θάνατον προσεδέξω; Ότε σοι πρώτον ηγγέλθη του υιού η γέννησις, ει τις σε ήρετο, ποταπόν εστί το τεχθέν; Τί πότε αν απεκρίνω; Άρα άλλο τι αν είπες, ή ότι άνθρωπός εστί το γεννηθέν; Ει δε άνθρωπος, και θνητός δηλονότι. Τί ουν παράδοξον, ει απέθανεν ο θνητός; Ουχ οράς ήλιον ανατέλλοντα και δυόμενον; Ουχ οράς την σελήνην αύξουσαν, είτα φθίνουσαν; Ου την γην θάλλουσαν, είτα ξηραινομένην; Τί των περί ημάς έστηκε; Τί ακίνητον έχει την φύσιν και αμετάπτωτον; Ανάβλεψον εις τον ουρανόν, και ίδε την γην. Ουδέ ταύτα διαιωνίζει. «Ο γαρ ουρανός και η γη παρελεύσεται» φησίν, «οι αστέρες εκ του ουρανού πεσούνται, ο ήλιος σκοτισθήσεται, η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής». Τι ουν θαυμαστόν, ει και ημείς, μέρος όντες του κόσμου, απολαύομεν των εκ του κόσμου; Προς ταύτα αποβλέπων, όταν και επί σε έλθη των κοινών το μέρος, ένεγκε μύσας, ουκ απαθώς, ουδέ αναισθήτως, (τις γαρ μισθός αναλγησίας;) άλλ’ επιπόνως μεν και συν αλγηδόσι μυρίαις. Πλην υπένεγκε, ώσπερ τις γενναίος αγωνιστής, την ισχύν και την ανδρίαν ου μόνον εκ του τύπτειν τους αντιπάλους, αλλά και εκ του φέρειν στερρώς τας παρ’ αυτών πληγάς επιδεικνύμενος, και ώσπερ τις κυβερνήτης σοφός και ατάραχος υπό της άγαν περί τον πλουν εμπειρίας, ορθήν και αβάπτιστον και παντός χειμώνος υψηλοτέραν την ψυχήν διασώζων. Παιδός αγαπητού, ή γυναικός καταθυμίας, ή άλλου τινός των φιλτάτων και κατά πάσαν εύνοιαν συνημμένων στέρησις, ουδέν δεινόν τω προεσκεμμένω και τον ορθόν λόγον ηγεμόνα της ζωής έχοντι, αλλά μη κατά συνήθειάν τινά πορευομένω. Έθους γαρ χωρισμός και τοις αλόγοις εστί δυσφορώτατος. Και ποτέ είδον εγώ βουν επί φάτνης δακρύοντα, του συννόμου αυτώ και ομοζύγου τελευτήσαντος. Και τα λοιπά των αλόγων σφοδρώς της συνηθείας εστίν ιδείν αντεχόμενα. Συ δε ουχ ούτως έμαθες, ουδέ εδιδάχθης. Άλλ’ αρχήν μεν φιλίας λαμβάνειν εκ μακράς ομιλίας και χρονίου έθους, ουδέν απεικός, οδύρεσθαι δε τον χωρισμόν δια την επί πλείστον ημίν γενομένην διατριβήν, παντελώς άλογον.
Οίον, γυνή συνεκληρώθη σοι κατά την κοινωνίαν του βίου, πάσαν ηδονήν σοι κατά τον βίον παρεχομένη, ευθυμίας δημιουργός, θυμηδιών πρόξενος, τα χρηστά συναύξουσα, εν ταις λύπαις το πλείστον μέρος των ανιαρών αφαιρουμένη, αύτη εξαίφνης αναρπασθείσα οίχεται. Μη αγριάνης τω πάθει, μηδέ αυτόματόν τινά είπης είναι συντυχίαν των γινομένων, ως μηδενός προστάτου τον κόσμον οκονομούντος, μηδέ κακόν τινά δημιουργόν υπόθη, εκ της κατά την λύπην αμετρίας πονηρά δόγματα υποτιθέμενος σεαυτώ, αλλά μηδέ εκπέσης των όρων της ευσεβείας. Επειδή γαρ όλως εγένεσθε «οι δύο εις σάρκαν μίαν», πολλή συγγνώμη τω την διχοτομίαν και την της συναφείας διαίρεσιν μετά αλγημάτων δεχομένω, ου μην τούτου γε ένεκεν ή διανοείσθαί τι των ου προσηκόντων, ή φθέγγεσθαί σοι λυσιτελές. Εννόησον γαρ ότι ο πλάσας ημάς και ψυχώσας Θεός ιδίαν έδωκεν εκάστη ψυχή την του βίου διαγωγήν, και άλλοις άλλους όρους έπηξε της εξόδου. Τον μεν γαρ επί πλείον παραμείναι τη παρουσία της σαρκός ωκονόμησε, τον δε θάττον απολυθήναι των δεσμών του σώματος διετάξατο, κατά τους αρρήτους της σοφίας εαυτού και της δικαιοσύνης λόγους. Ώσπερ ουν οι ταις ειρκταίς εμπίπτοντες, οι μεν επί πλείονα χρόνον τη κακώσει των δεσμωτηρίων εναποκλείονται, οι δε ταχυτέραν ευρίσκουσι της κακοπαθείας απαλλαγήν, ούτω και αι ψυχαί, αι μεν επί πολύ προσκατέχονται τη ζωή ταύτη, αι δε επ’ έλαττον, κατά την αναλογίαν της αξίας εκάστου, σοφώς και βαθέως, και ως ουκ αν εφίκοιτο νους ανθρώπων, τα περί έκαστον ημών του κτίσαντος ημάς προβλεπομένου. Ουκ ακούεις λέγοντος του Δαβίδ, «Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου»; Ουκ ήκουσας περί του αγίου ότι απελύθη αυτού η ψυχή; Τι δε Συμεών, ότε ενεγκαλίσατο τον Κύριον ημών; Ποίαν φωνήν αφήκεν; Ουχ ότι «Νυν απολύεις τον δούλόν σου, Δέσποτα»; Τω γαρ επειγομένω προς την άνω διαγωγήν βαρυτέρας πάσης κολάσεως και δεσμωτηρίου παντός η μετά του σώματός εστί διατριβή. Μη τοίνυν τη εαυτού απολαύσει επιζήτει τας περί των ψυχών διατάξεις ακολουθείν, αλλά λογίζου περί των συναφθέντων κατά τον βίον, είτα θανάτω διισταμένων, ότι παραπλήσιοί εισίν οδοιπόροις μίαν οδόν πορευομένοις, και δια την συνεχή μετ’ αλλήλων διατριβήν ενωθείσιν υπό της συνηθείας. Οι επειδάν την κοινήν οδόν διεξελθόντες καταλάβωσι, λοιπόν σχιζομένην αυτήν, της χρείας ήδη αναγκαίως μεριζούσης εκάτερον, ου τη συνηθεία προσκαθεζόμενοι αμελούσι των προκειμένων, αλλά της εξ αρχής κινησάσης αυτούς αιτία υπομνησθέντες, προς το οικείον έκαστος αποτρέχουσι πέρας. Ως ουν εκείνοις άλλος μεν ην ο σκοπός της οδού, συνέβη δε αυτοίς η κατά την οδοιπορίαν εκ της συνηθείας οικείωσις, ούτω και τοις εν γάμω ή άλλη τινί κοινωνία βίου συνημμένοις ίδιον προέκειτο δηλονότι της ζωής το πέρας, συναφθέντας δε αλλήλοις αναγκαίως το προδιατεταγμένον της ζωής τέλος εχώρισε και διέλυσεν.
Ευγνώμονος ουν διανοίας ουκ επί τω χωρισμώ δυσφόρως έχειν, άλλ’ επί τη εξ αρχής συναφεία χάριν έχειν τω συγκληρώσαντι. Συ δε και ότε περιήν σοι το γύναιον, ή ο φίλος, ή το παιδίον, ή ότι ουν ων οδύρη νυν, ουχί χάριν είχες των παρόντων τω δεδωκότι, άλλ’ ενεκάλεις υπέρ των ελλειφθέντων. Ει μεν γυναικί μόνη συνώκεις, ότι μη παίδες ήσαν οίους εβούλου, ει δε και παίδες παρήσαν ότι μη υπερεπλούτεις, ή και ότι των εχθρών τίνας ευημερούντας εώρας. Όρα τοίνυν μη ποτέ αυτοί εαυτοίς αναγκαίας των φιλτάτων τας στερήσεις κατασκευάζωμεν, παρόντων μεν ουκ αισθανόμενοι, παρελθόντων δε περιεχόμενοι. Επειδή γαρ παρακειμένων των εκ Θεού αγαθών ουκ ευχαριστούμεν, αναγκαία ημίν η αφαίρεσις δια την αίσθησιν γίνεται. Ώσπερ γαρ οι οφθαλμοί το άγιον προσκείμενον ουχ ορώσιν, αλλά δέονται συμμέτρου τινός αποστάσεως, ούτω και αι αχάριστοι ψυχαί εοίκασιν εν τη αλλοτριώσει των αγαθών της παρελθούσης χάριτος επαισθάνεσθαι. Ότε γαρ απέλαυον των χρηστοτέρων, ουδεμίαν χάριν τω δεδωκότι γινώσκοντες, μετά την στέρησιν, το παρελθόν μακαρίζουσιν. Άλλ’ ουδείς ημών αποκλείεται του ευχαριστείν υπ’ ουδεμιάς περιστάσεως βίου, εάν ευγνωμόνως έκαστον επιλογίζεσθαι θέλη. Πολλάς γαρ αναθεωρήσεις και ουκ ατερπείς ο εκάστου ημών βίος κέκτηται, εάνπερ άρα καταδεξώμεθα προς το υποβεβηκός αποβλέπειν, και ούτως εκ της προς το χείρον συγκρίσεως το υπάρχον ημίν αγαθόν, πόσου τινός άξιόν εστίν, εκμετρείν. Οικέτης ει; Έχεις τον σεαυτού ταπεινότερον˙ ευχαρίστει ότι ενός υπερέχεις, ότι μη εν τω μυλώνι καταδεδίκασαι, ότι μη πληγάς λαμβάνεις. Ουκ επιλείψουσιν ουδέ τούτον αι του ευχαριστείν αφορμαί. Ου γαρ έχει πέδας, ου δέδεται εν ξύλω. Ο δεσμώτης έχει το ζην αρκούσαν αφορμήν εις ευχαριστίαν˙ ήλιον ορά, αναπνεί τον αέρα, επί τούτοις ευχαριστεί. Αδίκως κολάζη; Τη των μελλόντων ελπίδι χαίρε. Δικαίως κατεδικάσθης; Και ούτως ευχαρίστει, ενταύθα την δίκην των τετολμημένων αποτιννύς, αλλά μη επ’ ακεραίοις τοις αμαρτήμασι τη αιωνία κολάσει ταμιευθείς. Κατά δη τον αυτόν λόγον επί παντός βίου και πάντων επιτηδευμάτων έξεστι τω ευγνώμονι μεγάλας των παρόντων αποδιδόναι τω ευεργέτη τας χάριτας. Νυν δε το των δυσαρεστουμένων πεπόνθασιν οι πολλοί, το μεν παρόν ατιμάζοντες, των δε απόντων επιθυμούντες. Ου γαρ τους υποδεεστέρους αυτών απαριθμούμενοι, την υπέρ ων έχουσι χάριν αποπληρούσι τω ευεργέτη, αλλά τη προς το υπερέχον συγκρίσει, όσον απολείπονται λογιζόμενοι, ως οικείων στερούμενοι των ετέροις προσόντων, ούτως ανιώνται και καταμέμφονται. Ο δούλος, ότι μη ελεύθερός εστί, δυσχεραίνει, ο εν ελευθερία τραφείς, ότι μη ευπατρίδης, μηδέ των περιβλέπτων επ’ ευγενεία, μηδ’ ότι επτά πάππους έχει αριθμείν εις το άνω, ιπποτρόφους λαμπρούς, ή μονομάχοις τον πλούτον εξαναλώσαντας. Ο κατά γένος περιφανής σχετλιάζει, ότι μη επί πλούτω κομά, ο πλούσιος λυπείται και οδύρεται, ότι μη πόλεων και εθνών εστίν άρχων, ο στρατηγός, ότι μη βασιλεύει, ο βασιλεύς, ότι μη πάσης ομού της υφ’ ηλίω κρατεί, άλλ’ έστιν έθνη τοις αυτού σκήπτροις μη υποκύπτοντα. Εκ πάντων δε τούτων συνάγεται το επί μηδενί τον ευεργέτην ευχαριστείσθαι. Άλλ’ ημείς αφέντες τας επί τοις απούσι λύπας διδαχθώμεν την επί τοις παρούσιν ευχαριστίαν αποδιδόναι. Είπωμεν εν μεν ταις σκυθρωποτέραις περιστάσεσι των πραγμάτων τω σοφώ ιατρώ, «Εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν». Είπωμεν, «Αγαθόν μοι, ότι εταπείνωσάς με». Είπωμεν ότι «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». Είπωμεν ότι «Ολίγα ων ημάρτομεν μεμαστιγώμεθα». Παρακαλέσωμεν τον Κύριον, ότι «Π αίδευσον ημάς, Κύριε πλην εν κρίσει, και μη εν θυμώ». «Ελεγχόμενοι γαρ, υπό Κυρίου παιδευσόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν». Εν δε τη φαιδροτέρα του βίου διαγωγή εκείνην λέγωμεν του Δαβίδ την φωνήν˙ «Τί ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκέ μοι;» Εκ του μη όντος εις το είναι παρήγαγε, λόγω ετίμησε, τέχνας ημίν συνεργούς της ζωής εχαρίσατο, τροφάς εκ της γης ανίησι, βοσκημάτων ημίν υπηρεσίαν δέδωκε. Δι’ ημάς όμβροι, δι’ ημάς ήλιος, η ορεινή, η πεδιάσιμος ημών ένεκεν διακεκόσμηται, αποφυγάς ημίν προς τας εκ των ορών ακρότητας ευτρεπίζουσα. Δι’ ημάς ποταμοί ρέουσι, δι’ ημάς βρύουσιν αι πηγαί, η θάλασσα ημίν ανείται προς εμπορίαν, οι εκ μετάλλων πλούτοι, αι πανταχόθεν απολαύσεις, πάσης της κτίσεως δωροφορούσης ημίν, δια την πλουσίαν και άφθονον εις ημάς χάριν του ευεργέτου.
Και τι δει τα μικρά λέγειν; Δι’ ημάς Θεός εν ανθρώποις˙ δια την καταφθείσαν σάρκα «Ο Λόγος σαρξ εγένετο, και εσκήνωσεν εν ημίν». Μετά των αχαρίστων ο ευεργέτης, προς τους καθημένους εν σκότει, ο ήλιος της δικαιοσύνης, επί τον σταυρόν ο απαθής, επί τον θάνατον η ζωή, επί τον άδην το φως, η ανάστασις δια τους πεσόντας, πνεύμα υιοθεσίας, χαρισμάτων διανομαί, στεφάνων επαγγελίαι, τα άλλα, όσα ουδέ εξαριθμήσασθαι ράδιον, εφ’ οίς πάσι πρέπουσά εστίν η φωνή του προφήτου˙ « Τί ανταποδώμεν τω Κυρίω πεί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν;» Και γαρ αυ και τούτο ουκ είρηται δεδωκέναι άλλ’ αντιδεδωκέναι ο μεγαλόδωρος, ως ουχί κατάρχων χάριτος, άλλ’ αμειβόμενος τους υπάρξαντας˙ το γαρ των λαμβανόντων ευχάριστον εις ευεργεσίαν καταλογίζεται. Ος και χρήματα διδούς, αιτεί παρά σου την ελεημοσύνην δια της χειρός των πενήτων, καν λάβη τα εαυτού, ακεραίαν σοι την χάριν, ως υπέρ οικείων, αποπληροί. «Τί ουν ανταποδώμεν τω Κυρίω , περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν»; Ου γαρ αφίεμαι της φωνής του προφήτου, καλώς απορούντος και περισκοπούντος εαυτού την πενίαν, ότι ουδέν έχει προς αντίδοσιν άξιον. Ος εφ’ ούτω μεγάλαις και λαμπραίς ευεργεσίαις, ουμενούν εχούσαις υπερβολήν, πολλαπλασίονα ημίν τα εις ύστερον επαγγέλλεται˙ παραδείσου τρυφήν και δόξαν εν βασιλεία και ισαγγέλους τιμάς και Θεού κατανόησιν, όπερ τοις αξιωθείσι, των αγαθών εστί το ακρότατον, ου πάσα εφίεται λογική φύσις, ου και ημείς επιτύχομεν, εκ των παθών της σαρκός εαυτούς εκκαθάραντες. Πώς ουν, φησί, το κοινωνικόν και φιλόστοργον (ο πρωτόν εστί των αγαθών και τελειότατον, διότι πλήρωμα νόμου η αγάπη) προς τους πλησίον επιδειξόμεθα; Επειδάν προς τινάς υπό μεγάλων συμφορών κατεχομένους εισελθόντες, μη συγκλαίωμεν αυτοίς, μηδέ συνδακρύωμεν, άλλ’ ευχαριστώμεν επί τοις γενομένοις; Οικείον μεν γαρ πάθος μετ’ ευχαριστίας υπενεγκείν υπομονής έχει και καρτερίας απόδειξιν, επ’ αλλοτρίαις δε συμφοραίς ευχαριστείν τω Θεώ, επιχαίροντός εστί τοις κακοίς και παροξύνοντος τους λυπουμένους˙ και ταύτα του αποστόλου επιτρέποντος ημίν κλαίειν μετά κλαιόντων. Τί ουν ερούμεν προς ταύτα; Ή πάλιν αναγκαίως των του Κυρίου λόγων υπομνήσομεν υμάς, επί τίσι χαίρειν προσετάχθημεν και επί τίσι πενθείν; «Χαίρετε, φησί, και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Και πάλιν˙ «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, αλλά κλαύσατε επί τα τέκνα υμών». Ουκούν δικαίοις μεν συσκιρτάν και συναγάλλεσθαι ο θείος λόγος ημίν επιτρέπει, τοις δε εκ μετανοίας αφιείσι δάκρυον συμπενθείν και συνοδύρεσθαι, ή τους αναλγήτως διακειμένους αποκλαίεσθαι, ότι ουδέ ίσασι πως απόλλυνται.
Ουχί δε επί θανάτω ανθρώπων κατακλαύσαντα και συνεκβοήσαντα τοις πενθούσι, πληρωτήν προσήκει νομίζειν είναι της εντολής. Ούτε γαρ ιατρόν επαινώ, τον αντί του βοηθείν τοις κάμνουσιν, αυτόν των νοσημάτων αναπιμπλάμενον, ούτε κυβερνήτην, αντί του κρατείν των εμπλεόντων και τοις πνεύμασι μάχεσθαι και διαφεύγειν τα κύματα και παραμυθείσθαι τους δειλοτέρους, ναυτιώντα και συναλύοντα τοις απειροθαλάττοις. Τοιούτος γαρ εστίν ο προς τους πενθούντας εισιών και μη της εκ του οικείου λόγου ωφελείας μεταδιδούς, αλλά της εκ των αλλοτρίων παθών ασχυμοσύνης μεταλαμβάνων. Επιστυγνάζειν μεν ουν ταις συμφοραίς των πενθούντων ακόλουθον. Ούτω γαρ εαυτόν οικειώση τοις πάσχουσι, μη καθιλαρευόμενος των συμφορών, μηδέ εναδιαφορών τοις αλλοτρίοις αλγήμασιν. Ου μην περαιτέρω γε συνεκφέρεσθαι τοις λυπουμένοις προσήκεν, ώστε ή συνεκβοάν, ή συνθρηνείν τω πεπονθότι, ή εν τοις άλλοις μιμείσθαι και ζηλούν τον εσκοτωμένον υπό του πάθους, οίον συγκαθειργνύναι εαυτόν, και συμμελανειμονείν, και χαμαί συγκαθήσθαι, και κουράς αμελείν. Εκ τούτων γαρ εστί μάλλον επιτείνειν την συμφοράν, ή καταπραΰνειν. Ουχ οράς ότι βουβώνες μεν και σπλήνες, οι μεν τραύμασιν, οι δε πυρετοίς επιτιθέμενοι, τας οδύνας συνεπιτείνουσι; Χείρες δε το αλγούν τη πραεία εαυτών επαφή καταστέλλουσι; Και αυτός δη ουν μη εξαγριάνης το πάθος τη παρουσία, μηδέ συγκαταπέσης τω πεπτωκότι. Ο γαρ τον κείμενον ανιστών υψηλότερος είναι του πεπτωκότος πάντως οφείλει, ο δε εξ ίσου καταπεσών, ετέρου και αυτός του αναστήσοντος επιδείται. Αλλά δάκνεσθαι μεν υπό των γινομένων, και ησυχή τοις λυπηροίς επιστυγνάζειν προσήκεν, εν συννοία προσώπου και σεμνότητι βάρος εχούση, το της ψυχής πάθος διασημαίνοντα, φθεγγόμενον δε, ουκ ευθύς επιπηδάν ταις επιτιμήσεσι προσήκεν, ώσπερ εναλλόμενον και επεμβαίνοντα τοις κειμένοις (φορτικόν γαρ τοις υπό λύπης την ψυχήν κεκακωμένοις αι επιτιμήσεις, και άμα δυσπαράδεκτοί εισί τοις κάμνουσι, και προς παρηγορίαν απίθανοι των απαθώς παντάπασι διακειμένων οι λόγοι), αλλά συγχωρήσαντα κενά και άπρακτα εκβοήσαι και ολοφύρεσθαι, ήδη του κακού υπανέντος τι χαλάσαντος, τότε εμμελώς και πράως της παρακλήσεως άπτεσθαι. Επεί και οι πωλοδάμναι τους δυσηνίους των πώλων ουκ ευθύς κατάγχουσι τοις χαλινοίς, ουδέ ανακρούουσιν (αναχαιρίζειν γαρ ούτω και αποσείεσθαι τους επιβάτας διδάσκουσιν) αλλά συνενδιδόντες την πρώτην, και συνεξορμώντες αυτοίς, αναλώσαντας, τότε παραλαβόντες δεδαμασμένους, ευπειθεστέρους ήδη ποιούσι δια της τέχνης. Ούτως έσται κατά τον του Σολομώντος λόγον˙ «Αγαθόν εισελθείν εις οίκον πένθους μάλλον, ή εις οίκον πότου»˙ ει μέλλοι τις, επιστημόνως και πράως τω λόγω χρώμενος, μεταδιδόναι της οικείας υγείας τω κάμνοντι, άλλ’ ουχί της αλλοτρίας λύπης, ως οφθαλμίας, μεταλαμβάνειν.
«Κλαίειν ουν μετά κλαιόντων». Όταν ίδης επί μετανοία των ημαρτημένων τον αδελφόν οδυρόμενον, σύγκλαυσον τω τοιούτω και συμπάθει. Ούτω γαρ σοι υπάρξει εν αλλοτρίοις πάθεσι τα οικείον επανορθούσθαι. Ο γαρ υπέρ της του πλησίον αμαρτίας θερμόν αποστάξας δάκρυον, εαυτόν εξιάσατο, δι’ ων τον αδελφόν απωδύρατο. Τοιούτος ην ο λέγων˙ «Αθυμία κατέσχε με από αμαρτωλών των εγκαταλιμπανόντων τον νόμον σου». Υπέρ αμαρτίας κλαίε. Αύτη αρρωστία ψυχής, αύτη θάνατός εστί της αθανάτου, αύτη πένθους αξία και οδυρμών ασιγήτων. Επί ταύτη παν δάκρυον ρέοι, και μη διαλείποι στεναγμός εκ βάθους καρδίας αναπεμπόμενος. Έκλαιε Παύλος τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού. Ιερεμίας έκλαιεν επί τοις απολλυμένοις του λαού, ος γε επειδή ουκ ήρκει το εκ φύσεως δάκρυον, πηγήν επεζήτει δακρύων και σταθμόν έσχατον. «Και καθήσομαι, φησί, και κλαύσομαι τον λαόν τούτον ημέρας πολλάς, τους απολλυμένους». Το τοιούτο δάκρυον και το τοιούτο πένθος ο λόγος μακαρίζει, ου το προς πάσαν λύπην ευάγωγον και εκ πάσης προφάσεως ευκατάφορον προς τους θρήνους. Ήδη δε τινάς είδον των φιληδόνων δι’ υπερβολήν ηδυπαθείας επί προφάσει της λύπης προς κραιπάλην και μέθην εκτρεπομένους, και το ακρατές αυτών εκ των του Σολομώντος λόγων παραμυθείσθαι πειρωμένους, λέγοντος˙ «Δότε οίνον τοις εν λύπαις». Έστι δε ο παροιμιακός λόγος ουχί μέθης άδειαν παρεχόμενος, αλλά συνέχων την ανθρωπίνην ζωήν. Ίνα γαρ το αινιγματώδες αυτού παραλείπω, οίνον λέγοντος την λογικήν ευφροσύνην, ουδέ ο πρόχειρος νους μικράν έχει την επιμέλειαν, ίνα μη τω σφοδρώ του πένθους καταποθέντες των τροφών αμελώσιν οι δυσπαρηγόρητοι και βαρυπενθείς, άλλ’ άρτω μεν στηρίζηται η καρδία του φιλολύπου, οίνω δε το συμπεπτωκός της δυνάμεως υπερείδηται. Οι δε φίλοινοι και οινόφλυγες, ου την λύπην καταπραΰνοντες, αλλά και κακά κακών διαμειβόμενοι, και πονηροί τινές γινόμενοι συναλλάκται, νοσήματα ψυχών διαμείβουσι νοσημάτων, οι τους επί της τρυτάνης τας ροπάς επανισούντας μιμούμενοι, τοσούτον υφαιρούσι της λύπης, όσον αύξουσι το φιλήδονον. Άλλ’ οίμαι χρήναι βοήθειαν τη φύσει παρέχειν τον οίνον, και μη τοσούτον επιτρέπειν εγχείσθαι τον άκρατον, ώστε σκότωσιν τοις λογισμοίς εμποιείν. Ούτε γαρ συνεκρυήσεται τω οίνω το λυπηρόν, και το της μέθης κακόν τη ψυχή προσγενήσεται. Εί δε λύπης ιατρός εστίν ο λογισμός, έσχατον αν είη των κακών η μέθη, τη ιατρεία της ψυχής εμποδίζουσα. Άλλ’ ανάλαβε τω λόγω των ειρημένων έκαστον και ευρήσεις το τε δυνατόν της αποστολικής νομοθεσίας και το ωφέλιμον˙ πώς μεν πάντοτε χαρήση τω ορθώ λόγω επόμενος, πώς δε προσεύξη αδιαλείπτως, πώς δε εν παντί ευχαριστήσεις, τίνι δε τρόπω παρακαλέσεις τους λυπουμένους, ίνα εκ πάντων άρτιος ής και κατηρτισμένος, τη βοηθεία του αγίου Πνεύματος, και τη επισκηνώσει της χάριτος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΟΜΙΛΙΑ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΡΤΥΡΑ ΙΟΥΛΙΤΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΣ
ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ ΠΕΡΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
ΠΟΥ ΕΞΕΦΩΝΗΘΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ
Η αιτία αυτής της συναθροίσεως είναι η πρόσκλησις, που σας έγινε δια να τιμήσωμεν την μακαρίαν μάρτυρα. Διότι παντού σας προαναγγείλαμεν την ημέραν αυτήν ως ημέραν που υπενθυμίζει την μεγάλην άθλησιν που με σώμα γυναικείον υπέστη η μακαριωτάτη από τας γυναίκας Ιουλίττα, αν βεβαίως είναι ευλογοφανές να ονομάζεται γυναίκα αυτή, που απέκρυψε την ασθένειαν της γυναικείας φύσεως με το μεγάλον φρόνημα της ψυχής. Καθότι η άθλησις αυτή επροκάλεσε την μεγαλυτέραν έκπληξιν και εις αυτούς, οι οποίοι παρευρίσκοντο τότε εις το θαύμα και εις τους μεταγενεστέρους, οι οποίοι δέχονται την φήμην από τας διηγήσεις εκείνων οι οποίοι είχαν την εμπειρίαν. Νομίζω ότι ο κοινός αντίπαλός μας, ο οποίος δεν υποφέρει την ήτταν από γυναίκας, έχει τόσον πληγωθή από αυτήν. Διότι αυτός που εκαυχάτο και έλεγε τας μεγάλας εκείνας καυχοσιολογίας, ότι δηλαδή θα συγκλονίση την οικουμένην και ότι θα την καταλάβη ωσάν φωλιάν και θα την αφανίση, όπως τα αυγά που είχαν εγκαταλειφθή, και θα ερημώση πόλεις, απεδείχθη ότι νικάται από την γυναικείαν αρετήν. Όταν εις καιρόν πειρασμού επεχείρησε να αποδείξη ότι δεν ημπορεί λόγω της αδυναμίας της φύσεώς της να διαφυλάξη μέχρι τέλους την πίστιν της εις τον Θεόν, την εύρε δια της δοκιμασίας να είναι πιο γενναία από όσον είναι η φύσις της, και να καταφρονή τόσον πολύ τας φοβέρας του, όσον αυτός ήλπιζε να την φοβήση με τα δεινά. Διότι όταν αυτή είχε κάποιαν δίκην με κάποιον από τους ισχυρούς εις την πόλιν, που ήταν άνθρωπος πλεονέκτης και βίαιος και ο οποίος είχε συγκεντρώσει πλούτον με αρπαγάς και λεηλασίας, αυτός αφού απέσπασεν απ’ αυτήν μέγα μέρος από το καλλιεργήσιμον έδαφος και λιβάδια και κώμας και ζώα και δούλους και αφού άρπαξεν από την γυναίκα ολόκληρον την περιουσίαν της, τότε προσήλθεν εις τα δικαστήρια με συκοφάντας και ψευδομάρτυρας, στηριζόμενος εις την δωροδοκίαν των δικαστών. Όταν δε ήλθεν η δικάσιμος ημέρα και ο κήρυξ άρχισε να καλή και ήταν έτοιμοι οι συνήγοροι και ενώ άρχιζε να αποκαλύπτη την καταπίεσιν αυτού που έμελλε να διηγηθή και τον τρόπον της εξ αρχής αποκτήσεως και την διάρκειαν του χρόνου, που επεβεβαίωνε την κυριότητά της, και έπειτα να διεκτραγωδήση την βίαν και την πλεονεξίαν του ανδρός, εκείνος παρουσιασθείς είπεν ότι η δίκη δεν ημπορεί να διεξαχθή. (Διότι δεν επιτρέπεται, είπε, να λαμβάνουν μέρος εις τα δημόσια πράγματα αυτοί οι οποίοι δεν λατρεύουν τους θεούς των βασιλέων και δεν απαρνούνται την πίστιν εις τον Χριστόν). Εις τον αρχιδικαστήν εφάνη ότι λέγει δίκαια και ότι προτείνει πράγματα υποχρεωτικά δια τον νόμον. Και αμέσως έφεραν τότε λιβάνι και πύραυνον˙ και επρότειναν εις τους διαδίκους˙ εάν μεν αρνούνται τον Χριστόν, να απολαμβάνουν την προστασίαν των νόμων και την ωφέλειαν από αυτούς, εάν δε εμμένουν εις την πίστιν, να μη καταφεύγουν ούτε εις τα δικαστήρια, ούτε εις τους νόμους, ούτε εις την λοιπήν πολιτικήν ζωήν, ως περιφρονημένοι, συμφώνως προς την νομοθεσίαν αυτών που τότε εκυβερνούσαν.
Τί λοιπόν έγινεν έπειτα; Άραγέ εσαγηνεύθη με τον πλούτον ή μήπως παρέβλεψε το συμφέρον εξ αιτίας της διαφιλονικίας της προς τον άδικον αντίδικον; Ή μήπως εφοβήθη τον κίνδυνον που ηπειλείτο από την πλευράν των δικαστών; Όχι βεβαίως! Αλλά, ας χαθή η περιουσία, είπε, και τα χρήματα ας εξαφανισθούν. Είθε να μη μου μείνη ούτε το σώμα, προτού ασεβήσω με λόγον κακόν εναντίον του Θεού που μ’ έπλασε. Και όσον μεν έβλεπε τον δικαστήν να αγριεύη με τα λόγια αυτά και να φλέγεται από την άκραν οργήν εναντίον της, τόσον περισσότερον ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι, ενώ ήταν αντίδικος δια φθαρτά χρήματα, απεδείχθη να υποστηρίζη δια τον εαυτόν της την απόκτησιν των ουρανίων αγαθών. Έχανε μεν τα χωράφια δια να αποκτήση τον παράδεισον, κατεδικάζετο εις ατίμωσιν δια να καταξιωθή να λάβη τα στεφάνια της δόξης, έχανε την προσωρινήν ζωήν, δια να λάβη μαζί με όλους τους αγίους τα αγαθά της μακαρίας ελπίδος, ευρισκομένη εις την χαράν της βασιλείας. Αφού δε ηρωτήθη πολλάς φοράς, κάθε φοράν άφηνε να εξέλθη από το στόμα της ο ίδιος λόγος, με το να λέγη ότι είναι δούλη του Χριστού, και αναθεμάτιζε αυτούς, οι οποίοι την επροκαλούσαν εις την άρνησιν. Τότε λοιπόν ο άδικος κριτής δεν της αφήρεσε μόνον τα χρήματα, τα οποία αδίκως και παρανόμως της τα αφήρεσεν, άλλ’ επί πλέον την ετιμώρησε και με την ιδίαν την ζωήν της, καθώς ενόμιζε, με το να την παραδώση εις την φωτιάν. Αυτή όμως δεν θα έτρεχε με τόσην προθυμίαν προς τα τερπνά του βίου με όσην προθυμίαν ήλθεν εις την φλόγαν εκείνην. Εφανέρωνε την μεγάλην χαράν της ψυχής και με το πρόσωπον και με την όλην εμφάνισιν, και προέτρεπε τας γυναίκας που παρευρίσκοντο εκεί να μη είναι μαλθακαί εμπρός εις τους κόπους, χάριν της ευσεβείας, μήτε να επικαλούνται την αδυναμίαν της φύσεως των. Διότι, είμεθα, έλεγεν, από το ίδιον φύραμα με τους άνδρας. Έχομεν πλασθή όπως και αυτοί, σύμφωνα προς την εικόνα του Θεού.1 Από τον κτίστην η γυναίκα έγινεν έτσι, ώστε εξ ίσου με τον άνδρα να δέχεται την αρετήν. Και πράγματι, δεν είμεθα καθ’ όλα συγγενείς με τους άνδρας; Διότι δια την κατασκευήν της γυναικός δεν ελήφθη μόνον η σάρκα, αλλά και «οστούν εκ των οστέων».2 Ώστε η σταθερότης, η δύναμις και η υπομονή και εις ημάς εξ ίσου με τους άνδρας εδόθησαν από τον Δεσπότην.
Αυτά είπε και ερρίφθη εις την φωτιάν. Αυτή δε, ωσάν κάποιος φωτεινός θάλαμος, αφού περιέβαλε το σώμα της αγίας, την μεν ψυχήν έστειλεν επάνω εις την ουράνιον χώραν και εις το τέλος που έπρεπεν εις αυτήν, το δε τίμιον σώμά της το διεφύλαξεν ακέραιον και σώον δια τα αναγκαία εις αυτό. Αποκείμενον τούτο εις τον ωραιότατον προπύλαιον του ναού της πόλεως αγιάζει τον τόπον, αγιάζει και αυτούς που προσέρχονται εις αυτόν. Η δε γη, η οποία με την εκδημίαν της μακαρίας εδέχθη τας ευλογίας, ανέβλυσεν από τα σπλάγχνα της αγίασμα, ώστε η μάρτυς λαβούσα την θέσιν μητέρας τρέφει τρόπον τινά με το κοινόν γάλα τους κατοίκους της πόλεως. Αυτό και εις τους υγιείς είναι φυλακτήριον και χορηγία τέρψεως εις αυτούς, οι οποίοι ζουν με σωφροσύνην, και παρηγορίαν εις τους αρρώστους. Την χάριν που ο Ελισσαίος επρόσφερεν εις τους κατοίκους της Ιεριχούς,3 την ιδίαν επρόσφερε και εις ημάς η μάρτυς, διότι μετέβαλε με την ευλογίαν της εις γλυκείαν και απαλήν και κατάλληλον εις όλους γεύσιν την αλμύραν των υδάτων, που υπάρχουν γύρω από τον τόπον αυτόν και που έχουν όλα την ίδιαν σύστασιν. Οι άνδρες να μη καταδεχθήτε να φανήτε κατώτεροι από τας γυναίκας εις την ευσέβειαν. Αι γυναίκες να μη φανήτε κατώτεραι από το παράδειγμα, αλλά χωρίς καμμίαν δικαιολογίαν, κρατήσατε την ευσέβειαν. Διότι εμπράκτως εγνωρίσατε ότι το μειονέκτημα της φύσεώς σας δεν σας εμποδίζει να αποκτήσετε τα αγαθά.
Ενώ είχα ξεκινήσει να είπω πολλά δια την μάρτυρα, ο λόγος όμως που ήρχισα χθες, και δεν ετελείωσε δεν μας επιτρέπει να παραμείνωμεν ακόμη περισσότερον εις αυτά. Άλλωστε εγώ εκ φύσεως δεν αρέσκομαι εις κάθε τι που μένει ατελείωτον. Διότι είναι άχαρον θέαμα και εικών που έχει κατά το ήμισυ την απομίμησιν και κόπος πεζοπορίας άχρηστος, όταν ο πεζοπόρος δεν φθάνη εις το τέρμα που πρόκειται, ούτε εις τους καθωρισμένους σταθμούς. Και το κυνήγι το παρ’ ολίγον είναι ίσον με το μηδέν. Επίσης και αυτοί οι οποίοι τρέχουν εις τα στάδια, πολλάς φοράς χάνουν τα βραβεία, έστω και αν κατά ένα βήμα μείνουν οπίσω. Και ημείς λοιπόν αφού χθες ανεφέραμεν τους λόγους του αποστόλου και ενώ ηλπίζαμεν ότι ολίγον θα εξεφεύγαμεν από το νόημά των, ευρέθημεν να έχωμεν παραλείψει πολύ περισσότερα από όσα έχομεν ειπεί. Δια τούτο νομίζομεν, ότι είναι ανάγκη να σας εξοφλήσωμεν αυτά που έχομεν παραλείψει. Έλεγε λοιπόν ο απόστολος˙ «πάντοτε να χαίρετε, αδιακόπτως να προσεύχεσθε, δι’ όλα να ευχαριστήτε».4 Περί του ότι λοιπόν πρέπει «πάντοτε να χαίρωμεν», μολονότι δεν ήταν ανάλογα προς την υπόθεσιν, εν τούτοις έχομεν ειπεί αρκετά εις την προηγουμένην. Ότι δε και πρέπει αδιακόπτως να προσευχώμεθα και ότι το παράγγελμα είναι δυνατόν να έχη εφαρμογήν και εσείς που το αξιώνετε είσθε έτοιμοι να ακούσετε και εγώ κατά δύναμιν θα κάμω το χρέος να υποστηρίξω τον λόγον αυτόν. Προσευχή είναι αίτησις αγαθού που γίνεται από μέρους των ευσεβών προς τον Θεόν. Πάντως δεν περιορίζομεν την αίτησιν εις λόγους. Διότι δεν πιστεύομεν ότι ο Θεός έχει ανάγκην να τον υπενθυμίζωμεν με λόγους, αλλά γνωρίζει πολύ καλά τα χρήσιμα, χωρίς να τα ζητούμεν. Τι σημαίνει λοιπόν αυτό που λέγομεν; Ότι πρέπει να μη κάμνωμεν ημείς την προσευχήν με λόγια, αλλά με την διάθεσιν της ψυχής και με πράξεις αρετής που να συνοδεύουν ολόκληρον την ζωήν, να δυναμώνωμεν την προσευχήν. Διότι «είτε τρώγετε, λέγει, είτε πίνετε, είτε καλό άλλο κάμνετε, όλα να τα κάμνετε δια την δόξαν του Θεού».5 Να προσεύχεσαι κάθε φοράν που κάθεσαι εις το τραπέζι˙ όταν δέχεσαι τα ψωμί, να αποδίδης την ευχαριστίαν εις αυτόν που το έδωκε˙ όταν με οίνον στηρίζης την ασθένειαν του σώματος, να ενθυμήσαι αυτόν που σου παρέχει το δώρον δια να ευφραίνεται η καρδία και να καταπραΰνωνται αι ασθένειαι. Επέρασεν η ανάγκη των βρωμάτων; Η μνήμη όμως του ευεργέτου να μη παρέλθη. Κάθε φοράν που φορείς τον χιτώνα να ευχαριστής αυτόν που σου τον έδωκεν˙ όταν ενδύεσαι το ιμάτιον, να αυξήσης την αγάπην εις τον Θεόν, ο οποίος μας εχάρισε κατάλληλα σκεπάσματα και δια τον χειμώνα και δια το καλοκαίρι, τα οποία και την ζωήν μας προφυλάσσουν και την ασχήμιαν καλύπτουν. Ετελείωσεν η ημέρα; Να ευχαριστής αυτόν που μας εχάρισε τον ήλιον δια να μας εξυπηρετή εις τα έργα της ημέραας και που έδωσε το φως δια να φωτίζη την νύκτα και να εξυπηρετή τας λοιπάς ανάγκας της ζωής. Η νύκτα ας προξενή άλλας αιτίας δια προσευχήν. Όταν σηκώσης τα βλέμματα και κυττάξης εις τον ουρανόν και παρατηρήσης τα κάλλη των άστρων, προσευχήσου εις τον Δεσπότην αυτών που βλέπεις και προσκύνησε τον αριστοτέχνην των όλων Θεόν, που με σοφίαν έκαμε τα πάντα.6 Όταν ιδής όλα τα ζώα να ησυχάζουν, πάλιν προσκύνησε αυτόν που και ακούσια μας αναπαύει με τον ύπνον από την συνέχειαν των κόπων και που πάλιν ύστερα από μικράν ανάπαυσιν μας επαναφέρει εις την ακμήν της δυνάμεως.
Η νύκτα λοιπόν ολόκληρος ας μη είναι ωσάν κάποιος ιδιαίτερος και εξαιρετικός κλήρος του ύπνου. Μη καταδεχθής να αχρηστεύσης το ήμισυ της ζωής με την αναισθησίαν που φέρει ο ύπνος, αλλά να μοιράζης τον χρόνον την νυκτός και εις τον ύπνον και εις την προσευχήν. Ακόμη και ο ύπνος σου να είναι μελέτη της ευσεβείας. Διότι εκ φύσεως τα όνειρα εις τον ύπνον είναι κατά το πλείστον απηχήματα των φροντίδων της ημέρας. Δηλαδή ό,τι λογής είναι τα έργα της ζωής μας, τέτοια κατ’ ανάγκην είναι και τα όνειρα. Έτσι αδιακόπως θα προσεύχεσαι, όταν δεν κάμνης την προσευχήν με λόγια, άλλ’ όταν με ολόκληρον την διαγωγήν της ζωής σου συνδέσης τον εαυτόν σου με τον Θεόν, ώστε η ζωή σου να είναι μία συνεχής και αδιάκοπος προσευχή.
Αλλά και «δι’ όλα, λέγει ευχαριστείτε». Και πώς είναι δυνατόν, λέγουν, να γίνη τούτο, όταν η ψυχή είναι καταλυπημένη από τας συμφοράς και τρόπον τινά περικεντήται από τα αισθήματα των πόνων, να μη ξεσπά εις θρήνους και δάκρυα, αλλά να ευχαριστή ως δι’ αγαθά, δι’ αυτά που εις την πραγματικότητα είναι δυσάρεστα; Διότι εάν πάθω αυτά που θα με κατηράτο ο εχρθός, τότε πώς θα ημπορέσω να ευχαριστήσω δι’ αυτά; Ο θάνατος άρπαξεν άγωρον το παιδί και ωδίνες, χειρότεραι από τας πρώτας, καταπληγώνουν την μητέρα που οδύρεται δια το αγαπημένον της˙ πώς να αφήση τα κλάματα και να ειπή λόγια ευχαριστίας; Πώς; Εάν αναλογισθή ότι ο Θεός είναι πατέρας οικειότερος δια το παιδί που αυτή εγέννησε και γνωστικώτερος προστάτης και οικονόμος του βίου. Διατί λοιπόν δεν επιτρέπουν εις τον συνετόν Δεσπότην να διαθέτη κατά βούλησιν τα κτήματά του, άλλ’ αγανακτούμε ως να χάνωμεν ιδικά μας και υποφέρομεν δι’ αυτούς που απέθαναν ως να έχουν αδικηθή; Εσύ όμως εκείνο να συλλογίζεσαι, ότι το παιδί δεν απέθανεν, άλλ’ επεστράφη εις αυτόν που το έδωκεν˙ ούτε ο φίλος απέθανεν, άλλ’ έφυγεν εις ταξίδι και προπορεύεται ελάχιστα εις τον δρόμον, που και ημείς κατ’ ανάγκην θα χρειασθή να πορευθούμεν. Η εντολή του Θεού να σου είναι σύνοικος, ωσάν κάποιο φως και διαύγεια που αδιακόπως παρέχεται δια την διάκρισιν των πραγμάτων. Αυτή, αφού από μακρυά αναλάβη την επίβλεψη της ψυχής, και προπαρασκευάση τας αληθινάς γνώμας δια το κάθε πράγμα, δεν θα επιτρέψη να επηρεασθής από κανένα απ’ αυτά που συμβαίνουν κατά τύχην. Αλλά με έτοιμον τον νουν να υπομένης, ωσάν κάποιος βράχος πλησίον της θαλάσσης, ασφαλώς και ακλονήτως, τας επιδρομάς και των ορμητικών ανέμων και των κυμάτων. Διατί λοιπόν δεν έχεις συνηθίσει εκ των προτέρων να μη σκέπτεσαι θνητά περί του θνητού, άλλ’ εδέχθης σαν κάτι αναπάντεχον τον θάνατον του παιδιού; Όταν αρχικά σου ανηγγέλθη η γέννησις του υιού, εάν κάποιος σε ερωτούσε, τι λογής είναι το νεογέννητον, τι απάντησιν θα έδιδες; Άραγε θα έλεγες κάτι άλλο ή ότι το νεογέννητον είναι άνθρωπος; Εάν όμως είναι άνθρωπος, είναι φανερόν ότι είναι και θνητός. Και τι το παράξενον λοιπόν, εάν ο θνητός απέθανε; Δεν βλέπεις τον ήλιον που αναστέλλει και δύει, δεν βλέπεις την σελήνην να γεμίζη και να φθίνη; Ούτε την γην να ανθίζη και έπειτα να ξηραίνεται; Τι απ’ αυτά που είναι γύρω μας παραμένει; Ποίον έχει ακίνητον και αναλλοίωτον την φύσιν; Κύτταξε υψηλά τον ουρανόν και ιδέ την γην. Ούτε αυτά είναι αιώνια. Διότι «ο ουρανός και η γη, λέγει, θα παρέλθουν»˙ «τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανό, ο ήλιος θα σκοτεινιάση και η σελήνη δεν θα φωτίζη».7 Τι το παράδοξον λοιπόν, εάν και ημείς, που είμεθα μέρος του κόσμου, απολαμβάνωμεν αυτά που συμβαίνουν εις τον κόσμον; Αποβλέπων προς αυτά, όταν και εις σε έλθη ο κλήρος των κοινών, με ησυχίαν να υποφέρης, όχι με απάθειαν, ούτε με αναισθησίαν, (διότι ποία είναι η αμοιβή της αναισθησίας;), άλλ’ επίπονα και με άπειρα άλγη. Πλην όμως να υπομείνης, ωσάν γενναίος αγωνιστής, που φανερώνει την δύναμιν και την ανδρείαν όχι μόνον από τα κτυπήματα που δίδει εις τους αντιπάλους, αλλά και από του ότι γενναίως δέχεται τα κτυπήματα εκ μέρους των. Και ωσάν σοφός και ατάραχος κυβερνήτης, με την πλουσίαν πείραν εις τα ταξίδια, να διατηρής την ψυχήν σου ορθήν και ακαταπόντιστον και πιο υψηλά από κάθε τρικυμίαν. Η στέρησις αγαπητού παιδιού ή προσφιλούς συζύγου ή κάποιου άλλου από τα πολύ φιλικά και με οποιονδήποτε τρόπον συμπαθείας συνδεδεμένα μαζί μας πρόσωπα, δεν είναι κακόν δι’ αυτόν που εκ των προτέρων έχει σκεφθή σωστά και έχει οδηγόν της ζωής του τον ορθόν λόγον και δεν πορεύεται κατά συνήθειαν. Διότι ο χωρισμός από τα οικεία λόγω της συνηθείας είναι δυσκολοβάστακτος και εις τα άλογα ζώα. Μάλιστα εγώ είδα κάποτε βόδι εις το παχνί να δακρύζη, διότι είχε ψοφήσει ο σύντροφός του και το ταίρι του εις τον ζυγόν. Και τα υπόλοιπα από τα άλογα ζώα είναι δυνατόν να τα ίδωμεν προσκεκολλημένα στενά εις την συνήθειαν. Εσύ όμως δεν είσαι έτσι μαθημένος, ούτε έτσι εδιδάχθης. Τίποτε το παράδοξον, να αρχίζη μεν η φιλία κατόπιν μακράς σχέσεως και μακροχρονίου συναναστροφής. Το να θρηνή όμως κανείς τον χωρισμόν εξ αιτίας της συναναστροφής που υπήρξε δι’ ημάς μεγάλη, είναι καθ’ ολοκληρίαν παράλογον.
Παραδείγματος χάριν σου έλααχεν εις την κοινωνίαν του γάμου σύζυγος που σου προσφέρει κάθε ευχαρίστησιν εις την ζωήν, που είναι αιτία χαράς, πρόξενος ευφροσύνης, που αυξάνει τα καλά και κατά τας λύπας αποδιώκει το μεγαλύτερον μέρος από τα ανιαρά και αυτή ξαφνική ανηρπάγη από τον θάνατον και εχάθη. Μη εξαγριωθής με το πάθημε. Μήτε να ειπής ότι είναι κάποιο τυχαίον συμβάν ωσάν να μη υπάρχη κανείς προστάτης που να κυβερνά τον κόσμον. Μήτε να υποθέσης ότι υπάρχει κάποιος κακός δημιουργός, βάζοντας εις τον νουν σου πονηράς ιδέας εξ αιτίας της υπερβολικής λύπης. Αλλά μήτε να ξεφύγης από τα όρια της ευσεβείας. Επειδή βεβαίως εγίνατε «οι δυο εις σάρκα μίαν»8 χρειάζεται πολλή συγγνώμη αυτός που δέχεται με πόνους την διχοτόμησιν και την διαίρεσιν αυτήν. Βεβαίως εξ αιτίας αυτού δεν είναι ωφέλιμον εις σε να διανοήσαι ή να λέγης κάτι από αυτά που δεν αρμόζουν. Σκέψου δηλαδή ότι ο Θεός που μας έπλασε και μας εψύχωσεν, έδωσεν εις καθεμίαν ψυχήν ιδιαίτερον τρόπον ζωής και εις άλλους έθεσε διαφορετικούς όρους της εξόδου από την ζωήν. Διότι δι’ άλλον με οικονόμησε να παραμείνη σωματικά επί περισσότερον χρόνον, και δι’ άλλον διέταξε, συμφώνως με τους απορρήτους λόγους της σοφίας και της δικαιοσύνης του, να απελευθερωθή ταχύτατα από τα δεσμά του σώματος. Όπως λοιπόν αυτοί που ρίπτονται εις τας φυλακάς, άλλοι μεν παραμένουν έγκλειστοι επί περισσότερον χρόνον εις την ταλαιπωρίαν των φυλακών, άλλοι δε ταχύτερα απαλλάσσονται από τας κακοπαθείας, έτσι και αι ψυχαί, άλλαι μεν κρατούνται επί πολύν εις την ζωήν αυτήν, άλλαι δε ολιγώτερον, ανάλογα με την αξίαν του κακθενός, διότι ο Θεός που μας έπλασε με σοφίαν και εις βάθος και ως εκεί που δεν φθάνει ο ανθρώπινος νους, προβλέπει το κάθε τι που αφορά εις τον καθένα από ημάς. Δεν ακούεις τον Δαβίδ που λέγει, «βγάλε από την φυλακήν την ψυχήν μου»;9 Δεν άκουσες να γίνεται λόγος δια τον άγιον, ότι απελύθη η ψυχή του;10 Τι δε είπεν ο Συμεών, όταν εδέχθη εις τας αγκάλας του τον Κύριόν μας; Ποίαν φωνήν έβγαλε; Δεν είπεν ότι «νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα»;11 Διότι εις αυτόν ο οποίος βιάζεται δια την ουράνιον ζωήν, η παραμονή με το σώμα εδώ, είναι βαρυτέρα από κάθε κόλασιν και από κάθε φυλακήν.
Μη λοιπόν επιδιώκης σύμφωνα με τας απολαύσεις σου να ακολουθούν και οι νόμοι των ψυχών, αλλά σκέψου δι’ αυτά που έχουν συνενωθή κατά την ζωήν, και έπειτα δια του θανάτου χωρίζονται, ότι ομοιάζουν με οδοιπόρους που βαδίζουν έναν δρόμον και που από την συνήθειαν έχουν ενωθή εις αιτίας της συνεχούς μεταξύ των συναναστροφής. Αυτοί όταν αντιληφθούν ότι έχουν βαδίσει τον κοινόν δρόμον και ότι του λοιπού αυτός διαχωρίζεται, επειδή η ανάγκη τους υποχρεώνει να χωρίσουν, δεν αδιαφορούν δια τα προκείμενα με το να προσκολλώνται εις την συνήθειαν, άλλ’ αφού ενθυμηθούν την αρχικήν αιτίαν που τους εκίνησεν, ο καθένας τους σπεύδει προς το ιδικόν του τομέα. Όπως λοιπόν δι’ εκείνους διάφορος ήταν ο σκοπός του δρόμου, συνέβη δε εις αυτούς η εξοικείωσις κατά την οδοιπορίαν λόγω της συνηθείας, έτσι και εις αυτούς οι οποίοι έχουν συνδεθή με τον δεσμόν του γάμου ή με κάποιαν άλλην σχέσιν εις την ζωήν, ιδιαίτερον έχει ο καθένας το τέλος της ζωής. Αφού κατ’ ανάγκην συνεδέθησαν μεταξύ των, τους εχώρισε και τους διέλυσε το προκαθωρισμένον τέλος της ζωής.
Είναι λοιπόν γνώρισμα ευγνώμονος ψυχής το να μη δυσανασχετή δια τον χωρισμόν, αλλά να ευχαριστή δια την αρχικήν σύνδεσιν αυτόν, ο οποίος έκαμε την συγκλήρωσιν. Εσύ όμως και όταν εζούσεν η γυναίκα σου ή ο φίλος ή το παιδί ή οποιοσδήποτε απ’ αυτούς που τώρα θρηνείς, δεν ευχαριστούσες δια τα παρόντα αυτόν που σου τα έδωσε, αλλά τον κατηγορούσες δι’ αυτά που σου έλλειψαν. Εάν μεν συγκατοικούσες με μόνην την γυναίκα, παρεπονείσο, διότι δεν είχε παιδιά τέτοια που ήθελες, εάν δε είχες τα παιδιά, διότι δεν είχες πάρα πολλά πλούτη ή διότι έβλεπες να ευημερούν μερικοί από τους εχθρούς σου. Πρόσεχε λοιπόν μήπως τυχόν ημείς δια τους εαυτούς μας κάμνομεν αναγκαίας τας στερήσεις των αγαπημένων προσώπων, με το να μη τα αισθανώμεθα μεν όταν είναι παρόντα, και να τα επιθυμούμεν δε όταν φύγουν από την ζωήν. Επειδή δηλαδή δεν ευχαριστούμενε ενώ είναι δίπλα μας τα αγαθά του Θεού, γίνεται αναγκαία η αφαίρεσίς των δια να τα αισθανθούμεν. Διότι όπως τα μάτια δεν βλέπουν το πολύ πλησίον κείμενον, άλλ’ έχουν ανάγκην από κάποιαν κανονικήν απόστασιν, το ίδιον και αι αχάρισται ψυχαί, έρχονται δηλαδή εις συναίσθησιν με την απομάκρυνσιν των αγαθών της δωρεάς, που παρήλθε. Διότι όταν απελάμβαναν τα αγαθά, δεν ανεγνώριζαν καμμίαν χάριν εις τον δοτήρα. Μετά την στέρησιν όμως μακαρίζουν το παρελθόν. Αλλά κανένας από μας δεν αποκλείεται από καμμίαν περίστασιν της ζωής από το να ευχαριστή τον Θεόν, εάν μεν ευγνωμοσύνην θέλη να αναλογίζεται κάθε πράγμα. Διότι η ζωή του καθενός από μας έχει πολλά σημεία προς εξέτασιν και μάλιστα όχι δυσάρεστα, εάν βεβαίως καταδεχθούμεν να αποβλέπωμεν προς το κατώτερον και έτσι από την σύγκρισιν με το χειρότερον να υπολογίζωμεν πόσον αξίζει το αγαθόν που κατέχομεν. Είσαι δούλος; Έχει τον πιο κάτω από εσέ. Να ευχαριστής διότι είσαι ανώτερος από ένα, διότι δεν έχεις καταδικασθή να γυρίζης την μυλόπετραν, διότι δεν ξυλοκοπάσαι. Δεν θα του λείψουν αι αφορμαί από το να ευχαριστή και αυτός. Διότι δεν φέρει χειροπέδες, δεν έχει δεθή εις το ξύλον. Αυτός που είναι δεμένος έχει αρκετήν αφορμήν δια να ευχαριστή, το ότι ζη. Βλέπει τον ήλιον, αναπνέει τον αέρα, δι’ αυτά ευχαριστεί. Τιμωρείσαι άδικα; Να χαίρης με την ελπίδα των μελλόντων. Δίκαια καταδικάσθης; Και πάλιν να ευχαριστής, διότι εδώ τιμωρείσαι δια τα όσα έπραξες, αλλά δεν απεταμίευσες δια τον αιώνιον κόλασιν τα αμαρτήματά σου.
Κατ’ αναλογίαν βεβαίως είναι δυνατόν ο ευγνώμων να αποδίδη μεγάλας τας ευχαριστίας εις τον ευεργέτην δια τα παρόντα και εις κάθε περίστασιν της ζωής και δι’ όλα τα έργα. Τώρα όμως οι πιο πολλοί έχουν πάθει αυτό που παθαίνουν οι δυσαρεστούμενοι, με το να περιφρονούν τα παρόντα και να επιθυμούν τα απόντα. Διότι με το να μη λογαριάζουν τους κατωτέρους των, δεν ευχαριστούν τον ευεργέτην δια τα αγαθά που έχουν, αλλά δια της συγκρίσεως προς αυτό που υπερέχει, αναλογιζόμενοι πόσον υπολείπονται, στενοχωρούνται και δυσαρεστούνται, επειδή νομίζουν ότι όσα έχουν οι άλλοι είναι ιδικά των, τα οποία είχαν στερηθή. Ο δούλος επειδή δεν είναι ελεύθερος, δυσανασχετεί˙ και αυτός που εμεγάλωσεν ελεύθερος, διότι δεν είναι ευγενής, ούτε ανήκει εις αυτούς που είναι περίβλεπτοι δια την ευγενικήν καταγωγήν, ή διότι δεν έχει να απαριθμήση προς τα οπίσω επτά πάππους, που να ήταν λαπροί αλογοτρόφοι ή που να είχαν καταξοδεύση τον πλούτον εις μονομάχους. Αυτός που έχει ευγενή καταγωγήν μεμψιμοιρεί, διότι δεν είναι πλούσιος. Ο πλούσιος λυπείται και θρηνεί, διότι δεν είναι κυβερνήτης πόλεων και εθνών. Ο στρατηγός διότι δεν είναι βασιλεύς. Ο βασιλεύς διότι δεν κυβερνά ολόκληρον την υφήλιον, άλλ’ υπάρχουν έθνη που δεν υποτάσσονται εις τα σκήπτρα του. Από όλα αυτά βγαίνει το συμπέρασμα ότι δια τίποτε δεν αποδίδεται ευχαριστία εις τον ευεργέτην. Άλλ’ ημείς, αφού παραβλέψωμεν τας λύπας δι’ απόντα πράγματα, ας διδαχθώμεν να αποδίδωμεν ευχαριστίαν δια τα παρόντα. Εις τας πιο σκυθρωπάς περιστάσεις των πραγμάτων, ας είπωμεν εις τον σοφόν ιατρόν˙ «εις μικράν θλίψιν η τιμωρία σου εις ημάς».12 Ας είπωμεν˙ «ήταν καλόν δι’ εμέ, διότι με εταπείνωσες».13 Ας είπωμεν ότι «τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν έχουν καμμιά αξίαν συγκρινόμενα προς την δόξαν που μέλλει να αποκαλυφθή».14 Ας είπωμεν ότι «πολύ ολίγον ετιμωρήθημεν δι’ όσα επράξαμεν».15 Ας παρακαλέσωμεν τον Κύριον˙ «διόρθωσέ μας, Κύριε, αλλά με δίκαιον μέτρον και όχι με την οργήν σου».16 Διότι όταν «κρινώμεθα, παιδαγωγούμεθα από τον Κύριον, δια να μη κατακριθούμεν μαζί με τον κόσμον».17 Εις τα ευχάριστα γεγονότα της ζωής, ας λέγωμεν εκείνον τον λόγον του Δαβίδ˙ «Τι να ανταποδώσω εις τον Κύριον δι’ όλα αυτά που μου ανταπέδωκεν;».18 Μας έφερεν εις την ύπαρξιν από το μηδέν. Μας ετίμησε με λογικόν, μας εχάρισε τέχνας ως συνεργούς εις την ζωήν. Από την γην βγάζει τροφάς. Μας έχει δώσει την βοήθειαν των ζώων. Δι’ ημάς βροχαί, δι’ ημάς ήλιος. Τα ορεινά και αι πεδιάδες έχουν διαταχθή προς χάριν μας και μας προφυλάσσουν από τας κορυφάς των βουνών. Προς χάριν μας τρέχουν τα ποτάμια. Προς χάριν μας αναβλύζουν αι πηγαί. Προς χάριν μας η θάλασσα γαληνεύει δια το εμπόριον. Τα πλούτη από τα μεταλλεία, αι απολαύσεις από κάθε πλευράν˙ ολόκληρος η κτίσις μας φέρει δώρα, λόγω της πλουσίας και αφθόνου δωρεάς του ευεργέτου προς ημάς.
Και διατί πρέπει να αναφέρω τα μικρά; Προς χάριν μας ο Θεός ήλθε μεταξύ των ανθρώπων. Εξ αιτίας της σαρκός που εφθάρη «ο Λόγος εσαρκώθη και κατώκησεν εις ημάς».19 Ο ευεργέτης μαζί με τους αχαρίστους, ο ήλιος της δικαιοσύνης20 ήλθε προς αυτούς που εκάθοντο εις το σκοτάδι.21 Ο απαθής εις τον σταυρόν, η ζωή εις τον θάνατον, το φως εις τον άδην, η ανάστασις δι’ αυτούς που είχαν πεθάνει. Το πνεύμα της υιοθεσίας, αι διανομαί των χαρισμάτων, αι επαγγελίαι των στεφάνων. Τα άλλα, όσα δηλαδή δεν είναι εύκολον να απαριθμηθούν, εις όλα αυτά αρμόζει ο λόγος του προφήτου˙ «τι να ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον δι’ όλα που αυτός μας έδωκεν ως αμοιβήν;».22 Και πάλιν και αυτό δεν έχει λεχθή ότι έχει δώσει απλώς, άλλ’ ότι έχει ανταποδώσει ο μεγαλόδωρος, ωσάν να μη αρχίζη από την δωρεάν, αλλά να αμείβη αυτούς οι οποίοι έκαμαν την αρχήν. Διότι η ευχαριστία αυτών οι οποίοι λαμβάνουν, λογαριάζεται ως ευεργεσία. Αυτός που και χρήματα δίδει, ζητεί από σε την ελεημοσύνην με τα χέρια των πτωχών. Και όταν ακόμη πάρη τα ιδικά του, δια ιδικά του ξεπληρώνει ακεραίαν την χάριν. «Τι λοιπόν θα ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον, δι’ όλα αυτά που μας έχει ανταμείψει;». Διότι δεν επιθυμώ να επαναλάβω τον λόγον του προφήτου που καλώς εκφράζει την απορίαν και εξετάζει την πτώχειάν του, διότι δεν έχει τίποτε το άξιον εις ανταπόδοσιν. Αυτός κοντά εις τας τόσον μεγάλας και λαμπράς ευεργεσίας, από τας οποίας ανώτεραι δεν υπάρχουν, μας υπόσχεται πολλαπλάσια δια το μέλλον. Δηλαδή παραδεισιακήν τρυφήν και δόξαν εις την βασιλείαν και τιμάς ισαξίους προς τους αγγέλους και γνώσιν του Θεού, πράγμα που είναι το ύψιστον από τα αγαθά δια τους αξίους. Κάθε λογικόν ον αυτό το αγαθόν επιθυμεί. Μακάρι και ημείς να το επιτύχωμεν, αφού καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από τα πάθη.
Πώς λοιπόν, λέγουν, θα εκδηλώσωμεν εις τον πλησίον την ελεημοσύνην και την φιλοστοργίαν, (που είναι το πρώτον και το πιο τέλειον από τα αγαθά, διότι η αγάπη είναι η πλήρωσις του νόμου23); Εάν, αφού προσέλθωμεν εις μερικούς που ευρίσκονται εις μεγάλας συμφοράς, δεν κλαύσωμεν μαζί των, ούτε δακρύζωμεν, άλλ’ ευχαριστούμεν δια αυτά που τους συνέβησαν; Διότι το να υπομένωμεν τα παθήματά μας με ευχαριστίαν αποδεικνύει υπομονήν και καρτερίαν, το να ευχαριστούμεν όμως τον Θεόν δια ξένας συμφοράς είναι γνώρισμα χαιρεκάκου και ανθρώπου που εξοργίζει αυτούς που λυπούνται, και μάλιστα την στιγμήν κατά την οποίαν ο απόστολος μας προτρέπει να κλαίωμεν με εκείνους οι οποίοι κλαίουν.24 Τι λοιπόν θα απαντήσωμεν εις αυτά; Ή πάλιν κατ’ ανάγκην θα σας υπενθυμήσωμεν δια ποία πράγματα διετάχθημεν να χαίρωμεν και δια ποία πενθούμεν; «Να χαίρετε, λέγει, και να αγαλλιάσθε, διότι η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη εις τους ουρανούς».25 Και πάλιν˙ «Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μη κλαίτε δι’ εμέ, αλλά κλαύσατε δια τα τέκνα σας».26 Λοιπόν ο θείος λόγος μας επιτρέπει αφ’ ενός μεν να χορεύωμεν και να αγαλλώμεθα μαζί με τους δικαίους, αφ’ ετέρου δε και να πενθούμεν και να κλαίωμεν μαζί μ’ αυτούς που χύνουν δάκρυα μετανοίας ή να κλαίωμεν γοερά δι’ αυτούς που παραμένουν αναίσθητοι, διότι ούτε καν γνωρίζουν ότι χάνονται.
Δεν αρμόζει να νομίζωμεν ότι κάποιος εκπληρώνει την εντολήν, εάν δεν έκλαυσε δια τον θάνατον ανθρώπων και δεν έβγαλε κραυγήν μαζί με τους πενθούντας. Διότι ούτε τον ιατρόν επαινώ, που αντί να βοηθή τους αρρώστους ο ίδιος είναι γεμάτος από νοσήματα, ούτε τον πλοίαρχον, που αντί να επιβάλλεται εις αυτούς που ταξιδεύουν και να αγωνίζεται εναντίον των ανέμων να αποφεύγη τα κύματα και να παρηγορή τους πιο δειλούς, ο ίδιος παθαίνει ναυτίαν και παραπαίει με αυτούς που είναι άπειροι από θάλασσαν. Τέτοιος είναι λοιπόν αυτός που προσέρχεται εις τους πενθούντας και δεν μεταδίδει ωφέλειαν δια του λόγου του, αλλά συμμετέχει εις την ασχημοσύνην των ξένων συμφορών. Είναι επόμενον λοιπόν να θλιβώμεθα με τας συμφοράς των πενθούντων. Διότι έτσι θα γίνης συμπαθής με τους πάσχοντας, εάν δεν επιχαίρης δια τας συμφοράς και δεν αδιαφορής δια τους ξένους πόνους. Άλλ’ όμως δεν θα ήρμοζε περισσότερον βεβαίως να συγκινήσαι από αυτούς που θλίβονται, ώστε ή να εκβάλλης κραυγάς ή να θρηνής μαζί με αυτόν που πάσχει ή κατά τα άλλα να μιμήσαι και να ζηλεύης αυτόν που έχει τυφλωθή από το πάθος, παραδείγματος χάριν να κλείνεσαι εις το σπίτι, να φορής μαύρα ενδύματα, και να κάθεσαι κάτω και να μη κουρεύεσαι27 μαζί με τον πενθούντα. Διότι από αυτά είναι δυνατόν να μεγαλώσης την συμφοράν παρά να την καταπραΰνης. Δεν βλέπεις ότι επιτείνονται οι πόνοι, όταν εις τα τραύματα προστίθεται το πρήξιμον των βουβωνικών αδένων και εις τον πυρετόν το πρήξιμον της σπληνός, και τα χέρια με το απαλό χάδι να καταπραΰνουν το μέρος που πονά; Μη λοιπόν και ο ίδιος εξερεθίζης το πάθος με την παρουσίαν, μήτε να πέσης μ’ αυτόν που έχει πέσει. Διότι αυτός που σηκώνει τον πεσμένον, οφείλει να είναι εξάπαντος πιο υψηλά από τον πεσμένον. Αυτός όμως που εξ ίσου έπεσε, και ο ίδιος έχει ανάγκη από άλλον που θα τον σηκώση. Αλλά η δυσαρέσκεια από τα γεγονότα και η ήρεμος θλίψις δια τα δυσάρεστα θα ήρμοζαν να εκφράζουν το πάθος της ψυχής εις πρόσωπον γεμάτον περίσκεψιν και αξιοπρέπειαν που έχει σοβαρότητα. Όταν πάλιν ομιλής, αρμόζει να μη επιτίθεσαι αμέσως με τας επιπλήξεις, όπως αυτός που ορμά και καβαλλικεύει τους κατακοίτους. (Διότι είναι βαρύ πράγμα αι επιτιμήσεις εις αυτούς που η ψυχή των έχει ταλαιπωρηθή από την λύπην και συνάμα οι λόγοι αυτών που με απάθειαν συμπεριφέρονται δύσκολα γίνονται παραδεκτοί από αυτούς που υποφέρουν και είναι απρόσφοροι δια παρηγορίαν). Άλλ’ αφού επιτρέψης να φωνάξη και να θρηνήση μάταια και χωρίς κανένα αποτέλεσμα, τότε με προσοχήν και πραότητα να καταπιασθής με την παρηγορίαν, οπότε το κακόν θα έχη κιόλας χαλαρώσει και υποχωρήσει κατά τι.
Άλλωστε και οι πουλαροδαμασταί τα ανυπότακτα από τα πουλάρια δεν τα στενοχωρούν αμέσως με τα χαλινά, ούτε τα τραβούν προς τα πίσω (διότι έτσι τα μαθαίνουν να ανασηκώνουν την χαίτην και να ρίπτουν κάτω τους αναβάτας), άλλ’ αφού την πρώτην φοράν υποχωρήσουν και ορμήσουν μαζί μ’ αυτά, όταν ιδούν ότι με την ιδικήν τους ορμήν και βίαν έχουν εξασθενήσει τον θυμόν, τότε αφού τα παραλάβουν δαμασμένα, τα καθιστούν πλέον υπάκουα δια της τέχνης. Έτσι θα γίνη σύμφωνα με τον λόγον του Σολομώντος. «Είναι καλόν να εισέλθη κανείς εις οικίαν πένθους μάλλον παρά εις οικίαν μεθύσου»,28 εάν κάποιος μέλλη, αφού με επιστημοσύνην και πραότητα χρησιμοποιήση τον λόγον, να μεταδώση από την υγείαν του εις τον ασθενή, άλλ’ όχι να προσβληθή από την ξένην λύπην, όπως παίρνουν τον πονόματον, αυτοί που πλησιάζουν τους πάσχοντας.
Να κλαίης λοιπόν με αυτούς που κλαίουν. Όταν ιδής τον αδελφόν να οδύρεται λόγω μετανοίας δι’ αυτά που ημάρτησε, κλαύσε μ’ αυτόν και συμπόνα τον. Έτσι θα συμβή να διορθώσης με τα ξένα παθήματα το ιδικόν σου. Διότι αυτός που έχυσε θερμά δάκρυα δια την αμαρτίαν του πλησίον, εθεράπευσε τον εαυτόν του δι’ αυτών που εθρήνησε τον αδελφόν. Τέτοιος ήταν αυτός που λέγει˙ «με κατέλαβε θλίψις εξ αιτίας των αμαρτωλών που εγκαταλείπουν τον νόμον σου».29 Να κλαίης δια την αμαρτίαν. Αυτή είναι η αρρώστια της ψυχής, αυτή είναι ο θάνατος της αθανάτου ψυχής, αυτή είναι αξία πένθους και ακαταπαύστων οδυρμών. Μακάρι δι’ αυτήν να χύνεται κάθε δάκρυ και να μη σταματά να ανεβαίνη από το βάθος της καρδίας ο στεναγμός. Ο Παύλος έκλαιε δια τους εχρθούς του σταυρού του Χριστού.30 Ο Ιερεμίας έκλαιε δι’ αυτούς που εχάνοντο από τον λαόν. Αυτός βεβαίως επειδή δεν αρκούσαν τα φυσικά δάκρυα, επιζητούσε πηγήν δακρύων και τελευταίον σταθμόν. «Και θα καθήσω, λέγει, και θα κλαύσω τον λαόν αυτόν επί πολλάς ημέρας, θα κλαύσω αυτούς που χάνονται».31 Αυτό το δάκρυ και αυτό το πένθος μακαρίζει ο λόγος32 και όχι αυτό που πολύ εύκολα χύνεται δια κάθε λύπην και πολύ εύκολα έρχεται εις τα μάτια εξ αιτίας κάθε αφορμής.
Είδα κιόλας μερικούς από τους φιληδόνους, λόγω υπερβολικής τρυφηλότητος με την πρόφασιν της λύπης, να εκτρέπωνται προς τον ακόλαστον βίον και την μέθην και να προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ακράτειάν των με τους λόγους του Σολομώντος που λέγει˙ «να δίδετε οίνον κατά τας λύπας».33 Υπάρχει δε ο παροιμιακός λόγος όχι δια να παρέχη άδειαν μέθης, αλλά δια να συγκρατή την ανθρωπίνην ζωήν. Διότι δια να παραλείψω την αλληγορικήν σημασίαν του, κατά την οποίαν οίνον εννοεί την λογικήν ευφροσύνην, ούτε το κατά γράμμα νόημα έχει μικράν την φροντίδα˙ ώστε αυτοί που δυσκόλως παρηγορούνται και βαρυπενθούν να μη αμελούν δια τας τροφάς, απορροφημένοι από την σφοδρότητα του πένθους. Η καρδία όμως του φιλολύπου στηρίζεται με άρτον, και η εξασθένησις της δυνάμεως ανορθώνεται με οίνον. Αυτοί δε που αγαπούν τον οίνον και οι μέθυσοι δεν καταπραΰνουν την λύπην, αλλά με το να ανταλλάσσουν τα κακά αντί των κακών και να γίνωνται πονηροί συναλλάκται, ανταλλάσσουν τα νοσήματα των σωμάτων με τα νοσήματα των ψυχών. Αυτοί με το να μιμούνται τους εξισωτάς των φορών της ζυγαριάς, αφαιρούν τόσον από την λύπην, όσον αυξάνουν την φιληδονίαν. Αλλά νομίζω ότι πρέπει ο οίνος να παρέχη βοήθειαν εις την φύσιν, και να μη επιτρέπεται να χρησιμοποιήται τόσος πολύς οίνος, ώστε να προκαλή σκοτοδίνην εις την λογικήν. Διότι μαζί με τον οίνον ούτε η λύπη θα περάση και το κακόν της μέθης θα προστεθή εις την ψυχήν. Εάν δε ο λογισμός είναι ο ιατρός της λύπης, η μέθη θα ήταν το μεγαλύτερον από τα κακά, που θα ημπόδιζε την θεραπείαν της ψυχής. Αλλά να θυμηθής το καθένα από τα λεχθέντα και θα εύρης και το δυνατόν της αποστολικής νουθεσίας και το ωφέλιμον. Πώς μεν πάντοτε θα είσαι χαρούμενος, όταν ακολουθής τον ορθόν λόγον, πώς δε αδιακόπως θα προσεύχεσαι, πως δια το κάθε τι θα ευχαριστής , με ποίον δε τρόπον θα παρηγορής αυτούς που λυπούνται, ώστε καθ’ όλα να είσαι ακέραιος και τέλειος με την βοηθειαν του αγίου Πνεύματος και με την ενοίκησιν της χάριτος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Γέν. 1, 26.
- Γέν. 2, 23.
- Δ. Βασιλ. 2, 21.
- Α’ . Θεσσαλ. 5, 16-18.
- Α’. Κορ. 10, 31.
- Ψαλμ. 103, 24.
- Ματθ. 24, 35˙ 29.
- Γέν. 2, 24˙ Πρβλ. Ματθ. 19, 5.
- Ψαλμ. 141, 8.
- Τωβ. 3, 6˙ 15.
- Λουκ. 2, 29.
- Ησ’ 26, 16.
- Ψαλμ. 118, 71.
- Ρωμ. 8, 18.
- Ιώβ. 15, 11.
- Ιερεμ. 10, 24.
- Α’. Κορ. 11, 32.
- Ψαλμ. 115, 3.
- Ιωάν. 1, 14.
- Μαλαχ. 4, 2.
- Ησ’. 9, 2.
- Ψαλμ. 115, 3.
- Ρωμ. 13, 10.
- Ρωμ. 12, 15.
- Ματθ. 5, 12.
- Λουκ. 23, 28.
- Η μη κουρά των μαλλιών ήτο εκδήλωσις πένθους απ’ αρχαιοτάτων χρόνων˙ άλλ’ ενίοτε και η κουρά αυτών συγχρόνως με την εκδήλωσιν πένθους ήτο και είδος θυσίας, που προσεφέρετο εις τον νεκρόν. Αι εκδηλώσεις όμως αυταί φαίνεται δεν ήσαν παντού και πάντοτε αι αυταί. Συνήθως αλλάσσουν. Ακόμη και σήμερον οι πενθούντες «λεροφορούν» και παραμένουν ακούρευτοι και αξύριστοι επί τι διάστημα.
- Εκκλησ. 7, 2.
- Ψαλμ. 118, 53.
- Φιλιππ. 3, 18.
- Ιερεμ. 9, 1.
- Ματθ. 5, 4.
- Παροιμ. 31, 6.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.