Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Μεγάλου Βασιλείου, Ευχή Ευχαριστίας μετά την Θεία Μετάληψη

Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, ὁ Θεός μου, ὅτι οὐκ ἀπώσω με τόν ἁμαρτωλόν, ἀλλά κοινωνόν με γενέσθαι τῶν ἁγιασμάτων σου κατηξίωσας.
Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι μέ τόν ἀνάξιον μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων σου καί ἐπουρανίων δωρεῶν κατηξίωσας.


᾿Αλλά Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ὁ ὑπέρ ἡμῶν ἀποθανών τε καί ἀναστάς, καί χαρισάμενος ἡμῖν τά φρικτά ταῦτα καί ζωοποιά σου Μυστήρια, ἐπ᾿ εὐεργεσίᾳ καί ἁγιασμῷ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, δός γενέσθαι ταῦτα κἀμοί, εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος, εἰς ἀποτροπήν παντός ἐναντίου, εἰς φωτισμόν τῶν ὀφθαλμῶν τῆς καρδίας μου, εἰς εἰρήνην τῶν ψυχικῶν μου δυνάμεων, εἰς πίστιν ἀκαταίσχυντον, εἰς ἀγάπην ἀνυπόκριτον, εἰς πλησμονήν σοφίας, εἰς περιποίησιν τῶν ἐντολῶν σου, εἰς προσθήκην τῆς θείας σου χάριτος, καί τῆς σῆς βασιλείας οἰκείωσιν·
ἵνα ἐν τῷ ἁγιασμῷ σου δι᾿ αὐτῶν φυλαττόμενος, τῆς σῆς χάριτος μνημονεύω διά παντός, καί μηκέτι ἑμαυτῷ ζῶ, ἀλλά σοί τῷ ἡμετέρῳ Δεσπότῃ καί εὐεργέτῃ.
Καί οὕτω τοῦ τῇδε βίου ἀπάρας ἐπ᾿ ἐλπίδι ζωῆς αἰώνίου, εἰς τήν ἀΐδιον καταντήσω ἀνάπαυσιν, ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος, καί ἡ ἀπέραντος ἠδονή τῶν καθορόντων τοῦ σοῦ προσώπου τό κάλλος τό ἄρρητον.
Σύ γάρ εἶ τό ὄντως ἐφετόν, καί ἡ ἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων σε, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, καί σέ ὑμνεῖ πᾶσα ἡ κτίσις εἰς τούς αἰῶνας. 
᾿Αμήν.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ του Χρήστου Γκότση

Ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ὁ Μέγας Βασίλειος, μεγάλος Πατέρας καὶ Οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τιμᾶται ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δυὸ φορὲς τὸ χρόνο (1 καὶ 30 Ἰανουαρίου) ἑορτάζεται ἡ μνήμη του καὶ δέκα φορὲς τελεῖται ἡ Λειτουργία του. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι μέγας καὶ οὐρανοφάντωρ.
Ἡ τελευταία προσωνυμία ὀφείλεται σ’ αὐτὰ πού πρόσφερε μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ τὴ ζωή του. Εἶναι δηλαδὴ αὐτὸς πού ἀποκάλυψε, φανέρωσε τὰ οὐράνια. Μὲ τὰ γραπτά του καὶ τὴ διδασκαλία του θεολόγησε βαθιὰ φανερώνοντας στοὺς ἀνθρώπους τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ: αὐτὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἐκεῖνο τῆς Θείας Οἰκονομίας, πῶς δηλαδὴ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε, σχεδίασε καὶ πραγματοποίησε τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Πρόσφερε ἀκόμη πολλὰ καὶ μὲ τὴ ζωή του. Ἦταν ὑπόδειγμα πιστοῦ κληρικοῦ, λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλαμψε ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ «ἡ λαμπρότης του εἰς ὕψος φαίνεται». Σ’ ὅλους ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν νόμος καὶ κανόνας ἀρετῆς· ὁ λόγος του ἦταν ζωή. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού λέει τὰ τελευταῖα αὐτά προσθέτει; «Ὀμορφιά τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ ἀρετὴ·τῆς μεγαλοσύνης του, ἡ θεολογία· πορεία του, τὸ ἀεικίνητο πού τὸν ἔφερνε μὲ τὶς ἀναβάσεις τοῦ στοχασμοῦ του ὡς τὸν Θεό. Καὶ δύναμή του ἦταν ἡ σπορὰ καὶ διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἐγὼ τουλάχιστον δὲν θὰ δίσταζα νὰ πῶ τοῦτο: σ’ ὅλη τὴ γῆ ἁπλώθηκε ἡ φωνή του καὶ στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἀκούστηκαν τὰ δυνατὰ λόγια του» (Ἐπιτάφιος… 66. ΕΠΕ 6,242). Εἶναι ὁ θεολόγος τοῦ μέτρου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εὔστοχα παρατήρησε ἕνας βιογράφος του.
Αὐτά ἀκριβῶς λέει καὶ τὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λὸγον σου· δι’ οὗ (=μ’ αὐτόν) θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φὺσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας (= φανέρωσες τὰ μυστικά τους), τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».

Τὰ χαρίσματα αὐτὰ τὰ ἀπόλαυσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιατί, ὅπως λέει ὁ στίχος τοῦ Συναξαρίου, «ζῆ καὶ παρ’ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐκ τῶν βιβλίων» του. Εἶναι ὁ «βασίλειος κόσμος (=ὀμορφιά) τῆς Ἐκκλησίας», «χαράκωμά της καὶ τεῖχος ὀχυρόν». Εἶναι αὐτὸς πού οἰκειοποιήθηκε «πάντων τῶν ἁγίων τὰς ἀρετάς» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει ὅλοι μας «νὰ μιμηθοῦμε τὴν πίστιν, τὴν ζέσιν (=ζῆλο), τὴν ταπείνωσίν» του (ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς 1ης Ἰανουαρίου).

Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἦταν φυσικὸ νὰ τὸν τιμήσει καὶ ἡ εἰκονογραφία. Ἔχουμε εἰκόνες, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, καθὼς καὶ μικρογραφίες πού ἀρχίζουν ἀπὸ πολὺ παλιά. Μὲ αὐτὴν τὴν ποικιλία τῶν ἀπεικονίσεων θέλησε ἡ Ἐκκλησία νὰ διασώσει τὰ χαρακτηριστικά τῆς μεγάλης μορφῆς του. Τὰ βρίσκουμε στὸν Ἔλπιο τὸν Ρωμαῖο (9ος-10ος αἰών) καὶ στὸ Συναξάριο τῆς ἰδιαίτερης ἑορτῆς του, καθὼς καὶ ἐκείνης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὰ παραθέτουμε σὲ μετάφραση τοῦ ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου:

«Ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος ἦτο κατὰ τὴν θέσιν καὶ τὸ ἀνάστημα τοῦ σώματος πολλὰ μακρύς, ξηρὸς καὶ ὀλιγόσαρκος, μαῦρος ὁμοῦ καὶ ὠχρός κατὰ τὸ χρῶμα, μακρομύτης, εἶχε τὰ ὀφρύδια στρογγυλά, τὸ δὲ δέρμα τὸ ἐπάνω τῶν ὀφρυδίων, συμμαζωμένον, ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον συλλογιζόμενον καὶ προσέχοντα τὸν ἑαυτόν του. Εἶχε τὸ πρόσωπον ζαρωμένον μὲ ὀλίγας χαραγάς (=χαραγματιές, ρυτίδες), εἶχε τὰς παρειάς μακράς καὶ τοὺς μήνιγγας (=κροτάφους) δασεῖς ἀπὸ τρίχας συνεστραμμένας καὶ κυκλοειδεῖς. Ἐφαίνετο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὅτι εἶχεν ὀλίγον κουρευμένας τὰς τρίχας· τὸ γένειον εἶχε μακρὸν ἀρκετά, καὶ τὰς τρίχας μαύρας ὁμοῦ καὶ λευκάς» (Συναξαριστής, τόμ. Α’, σ. 429).

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπως τὴν ἀποτύπωσε ἡ βυζαντινὴ ζωγραφική, πρέπει νὰ προσέξουμε τούτη τὴ φράση ἀπὸ τὰ προσωπογραφικὰ του: «ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ ἄνθρωπον συλλογιζόμενον καὶ προσέχοντα τὸν ἑαυτόν του». Ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν γεμάτη ἀγωνίες, φροντίδες, πολυμέτωπους ἀγῶνες. Ἦταν ὑπόδειγμα ποιμένα. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, δουλειὰ τοῦ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «νὰ ἐπιστρέφει (στὸ σωστὸ δρόμο) τὸν πλανεμένο ἄνθρωπο, νὰ φροντίζει τὸν πληγωμένο, νὰ γιατρεύει τὸν ἄρρωστο. Στὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων νὰ βλέπουμε τὶς δικές μας καὶ νὰ μὴν προσβάλλουμε τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀπανθρωπιά μας».

Γιὰ νὰ γίνονται ὅμως αὐτά, πρέπει νὰ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως ἐκεῖνος. Γνώριζε στὸ βάθος τους τὶς ἀρρώστιες τῶν ἀνθρώπων -ψυχικὲς καὶ σωματικὲς- γιατί ἤξερε πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό του, τὴν ψυχή του. Γράφει στὴν ὁμιλία του «Πρόσεχε σεαυτῶ»: «ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ μάθεις ποιὸς εἶσαι, γνώρισε τὴ φύση σου, τὴ σύστασή σου γιὰ νὰ μάθεις πώς τὸ μὲν σῶμα σου εἶναι θνητό, ἡ δὲ ψυχή σου ἀθάνατη». Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴ διαπίστωση, εἶναι πολὺ πειστικὸς ὁ λόγος του: «Νὰ μὴ δίνεις σημασία στὴ σάρκα, διότι περνάει καὶ διαβαίνει, ἀλλά νὰ καταγίνεσαι μὲ τὴν ψυχή σου, πού εἶναι πράγμα ἀθάνατο» (ΕΠΕ, 6,226 καὶ 222).

Εἶχε δίκιο λοιπὸν ὁ φίλος του Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πού γράφει πώς ὁ Ἅγιός μας εἶχε λιώσει τὴ σάρκα του ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια σὲ βαθμὸ πού φαινόταν σχεδὸν ἄσαρκος γιατί ἦταν ὀλιγοδίαιτος. Καὶ προσθέτει: «Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀρετή τοῦ ἄνδρα καὶ τὸ πλεόνασμα τῆς δόξας του, ὥστε πολλὲς μικρὲς ἀρετές του, ἀκόμη δὲ καὶ μερικὰ σωματικά του ἐλαττώματα, μερικοὶ σκέφτηκαν πώς θὰ τοὺς ἔφερναν δόξα ἂν τὰ μιμοῦνταν. Ἐννοῶ τὴν ὠχρότητά του, τὴ γενειάδα του, τὸν τρόπο πού βάδιζε, τὸ ὅτι δὲν μιλοῦσε πρόχειρα καὶ ἀπρόσεκτα, ἀλλά συχνὰ ὕστερα ἀπὸ σκέψη καὶ βαθιὰ ἐξέταση τοῦ πράγματος» (ὅπ.π. 260-262).

Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας.
Ἀπὸ τὶς πολλὲς παραστάσεις τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἄλλες εἶναι ὁλόσωμες καὶ ἄλλες σὲ προτομή, ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω. Ἄλλοτε εἰκονίζεται μόνος καί ἄλλοτε μὲ ἄλλους Ἱεράρχες. Γνωστὴ εἶναι ἡ ἀπεικόνισή του εἴτε μὲ τοὺς δύο ἄλλους μεγάλους Ἱεράρχες, τὸν Γρηγόριο καὶ τὸν Χρυσόστομο, εἴτε ἐκείνη μαζὶ μὲ συλλειτουργοῦντες ἐπισκόπους. Ἡ τελευταία στολίζει τὴν κόγχη τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ ἔχει σχέση μὲ τὴ Θεία Λειτουργία, τὸ κείμενο τῆς ὁποίας αὐτοὶ ἔγραψαν ἤ φέρνει τὸ ὄνομά τους.

Σὲ ὥρα ἱερουργίας τὸν δείχνει καὶ ἡ τοιχογραφία μας. Βρίσκεται ὁ Ἅγιός μας στὴν κεντρικὴ κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Παρουσιάζεται, ὅπως τὸν ξέρουμε ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ χαρακτηριστικά του καὶ τὶς παραπάνω μαρτυρίες τῶν βιογράφων του: ψηλός, λιπόσαρκος, ἐπιβλητικός, στοχαστικός. Φορεῖ τὴν ἀρχιερατική του στολὴ (στιχάριο, φελόνιο, ὠμοφόριο), φέρνει τὸ ἐπιγονάτιο μὲ τὸ ἑξαπτέρυγο καὶ τὸ πετραχήλι του. Μὲ τὸ ἀνυψωμένο δεξί του χέρι κρατεῖ εἰλητάριο, πού τὰ ἀνακρατεῖ τὸ ἄλλο, τὸ ἀριστερό. Σ’ αὐτὸ ἀναγράφεται ἡ ἀρχή τῆς εὐχῆς τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου- ΟΥΔΕΙΣ ΑΞΙΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΤΑΙΣ ΣΑΡΚΙΚΑΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΙΣ ΚΑΙ ΗΔΟΝΑΙΣ.

Οἱ πολύχρονοι ἀγῶνες του γιὰ τὸ καλό τῆς Ἐκκλησίας τὸν κρατοῦσαν πάντοτε σὲ ἐγρήγορση. Τὸ πλατὺ μέτωπο μὲ τὶς ρυτίδες, τὰ τοξωτὰ φρύδια, τὸ κουρασμένο, ὀξυδερκὲς καὶ αὐστηρό βλέμμα, καθὼς ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν ὤμων, δείχνουν ἕνα συγκεντρωμένο στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς σκέψεις του πρόσωπο. Ἔχουμε μπροστὰ μας τὸν ποιμένα μὲ τὴν ἄγρυπνη φροντίδα, τὸν μεγάλο καὶ βαθὺ θεολόγο, τὸν γλαφυρὸ διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος «τὰ φρονήματα τῶν κακόδοξων καταβρόντησε (=καταπολέμησε), ρύθμισε τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποσαφήνισε τὴ γνώση τῶν ὄντων. Ἔτσι μὲ τὴν ὅλη ἀρετή του ὁδήγησε στὴ σωτηρία τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ» (Ἀπὸ τὸ Συναξάριο τῆς ἑορτῆς του).

«Θαυμαστὴ ἑνότητα πνεύματος διέπει ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου. Αὐτὴ χαρίζει καὶ στὴ ζωὴ του ἄκρα συνέπεια. Ἰδανικό του νὰ φτάσει τὴν ἁγιότητα. Ὅλα αὐτά πηγὴ τους ἔχουν τὴν ὁλόθερμη ἀποδοχὴ τῆς πίστης. Ἀποστολικὸς ὁ ζῆλος τοῦ Βασιλείου· πρέπει νὰ πολεμήσει τὶς αἱρέσεις, νὰ οἰστρηλατήσει τὸ ποίμνιό του καὶ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ γίνει ἡ πίστη συνήθεια. Καὶ δουλεύει ἀκατάπαυστα, μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὸ νοῦ, νὰ ἀποκαλύψει τοὺς θησαυροὺς πού περιέχει ἡ χριστιανικὴ πίστη, νὰ θεμελιώσει τὴν πίστη, νὰ τὴν κάμει ἀπὸ ἄλογον, λογικήν.

Σὲ τοῦτο τὸ κολοσσιαῖο ἔργο ἀναλώθηκε ὁ Βασίλειος. Σκοπός του νὰ ἀνεβάσει τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχὴ τὴ δική του καὶ τῶν ἄλλων στὴν κατανόηση τῶν μεγάλων ἀληθειῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, κατανόηση πού θὰ τὴ συνοδεύει καὶ θὰ τὴν ὁλοκληρώνει τὸ ὁμόλογο ζήσιμο…» (Βασ. Τατάκης,Ἡ συμβολὴ τῆς Καππαδοκίας στὴ χριστιανικὴ σκέψη, Ἀθήνα 1960, σ. 138).

Χρήστου Γκότση
Ό μυστικός κόσμος τών βυζαντινών εικόνων,
ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

«Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω»

Ἁγίου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου 
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ «ΚΑΘΕΛΩ ΜΟΥ ΤΑΣ ΑΠΟΘΗΚΑΣ» 
(περὶ τῆς πλεονεξίας, καὶ τοῦ ρητοῦ τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου 
«Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω»)
💢💢💢
Διπλοῦν τὸ εἶδος τῶν πειρασμῶν. Ἢ γὰρ αἱ θλίψεις βασανίζουσι τὰς καρδίας, ὥσπερ χρυσὸν ἐν καμίνῳ, διὰ τῆς ὑπομονῆς τὸ δόκιμον αὐτῶν ἀπελέγχουσαι· ἢ καὶ πολλάκις αὐταὶ αἱ εὐθηνίαι τοῦ βίου ἀντὶ πειρατηρίου γίνονται τοῖς πολλοῖς. Ὁμοίως γάρ ἐστι χαλεπὸν ἔν τε δυσκολίαις πραγμάτων ἀταπείνωτον τὴν ψυχὴν διασώσασθαι, καὶ ἐν ταῖς περιφανείαις μὴ ἐπαρθῆναι πρὸς ὕβριν. Παράδειγμα δὲ τοῦ μὲν προτέρου εἴδους τῶν πειρασμῶν ὁ μέγας Ἰώβ, ὁ ἀκαταγώνιστος ἀθλητής· ὅς, πᾶσαν τοῦ διαβόλου τὴν βίαν, ὥσπερ χειμάῤῥου φοράν, ἀσείστῳ καρδίᾳ καὶ λογισμοῖς ἀτρέπτοις ὑποδεξάμενος, τοσούτῳ μείζων ἐκ τῶν πειρασμῶν ἀνεφάνη, ὅσῳ μεγάλα αὐτῷ καὶ δυσέκλυτα ἐδόκει παρὰ τοῦ ἐχθροῦ προβεβλῆσθαι τὰ παλαίσματα.
 

Τῶν δὲ κατὰ τὴν εὐημερίαν τοῦ βίου πειρασμῶν ὑποδείγματα ἄλλα τε τινά, καὶ οὗτος ὁ νῦν ἡμῖν ἀναγνωσθεὶς πλούσιος· ὃς τὸν μὲν εἶχε πλοῦτον, τὸν δὲ ἤλπιζε· τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς αὐτὸν ἐπὶ τῇ ἀγνωμοσύνῃ τῶν τρόπων μὴ κατακρίναντος, ἀλλ' ἀεὶ τῷ προϋπάρχοντι πλούτῳ πλοῦτον ἕτερον προστιθέντος, εἴ πως αὐτῷ κόρον ἐμποιήσας ποτέ, πρὸς τὸ κοινωνικὸν καὶ ἥμερον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐκκαλέσαιτο· Ἀνθρώπου, γάρ φησίν, πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα, καὶ διελογίζετο καθ' ἑαυτόν· Τί ποιήσω; Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω· Διὰ τί οὖν ηὐφόρησεν ἡ χώρα τοῦ ἀνθρώπου μηδὲν ἀγαθὸν ἐκ τῆς εὐφορίας ποιήσειν μέλλοντος; Ἵνα μᾶλλον ἡ τοῦ Θεοῦ μακροθυμία φανῇ, καὶ μέχρι τῶν τοιούτων ἐκτεινομένης αὐτοῦ τῆς χρηστότητος· Βρέχει γὰρ ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, καὶ ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς· Ἡ δὲ τοιαύτη τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης μείζονα συνάγει τοῖς πονηρευομένοις τὴν κόλασιν. Ἤνεγκε τοὺς ὄμβρους ἐπὶ τὴν ὑπὸ τῶν πλεονεκτικῶν χειρῶν γεωργουμένην γῆν· ἔδωκε τὸν ἥλιον ἐκθάλπειν τὰ σπέρματα, καὶ πολυπλασιάζειν τοὺς καρποὺς διὰ τῆς εὐφορίας. Καὶ τὰ μὲν παρὰ Θεοῦ τοιαῦτα, γῆς ἐπιτηδειότης, ἀέρων εὔκρατοι καταστάσεις, σπερμάτων ἀφθονίαι, βοῶν συνεργίαι, τὰ ἄλλα, οἷς γεωργία πέφυκεν εὐθηνεῖσθαι· τὰ δὲ παρὰ τοῦ ἀνθρώπου οἷα; Τὸ πικρὸν τοῦ ἤθους, ἡ μισανθρωπία, τὸ δυσμετάδοτον. Ταῦτα τῷ εὐεργέτῃ ἀντεπεδείκνυτο. Οὐκ ἐμνήσθη τῆς κοινῆς φύσεως· οὐχ ἡγήσατο χρῆναι τὸ περιττεῦον τοῖς ἐνδεέσι καταμερίσαι· οὐκ ἔσχε τινὰ λόγον τῆς ἐντολῆς· Μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ· καί, Ἐλεημοσύναι καὶ πίστις μὴ ἐκλειπέτωσάν σε· καί, Διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου· Καὶ πάντες προφῆται, καὶ πάντες διδάσκαλοι ἐμβοῶντες, οὐκ εἰσηκούοντο· ἀλλ' αἱ μὲν ἀποθῆκαι διεῤῥήγνυντο τῷ πλήθει τῶν ἀποκειμένων στενοχωρούμεναι, ἡ φειδωλὸς δὲ καρδία οὐκ ἐνεπίμπλατο. Ἀεὶ γὰρ τὰ νέα τοῖς παλαιοῖς προστιθείς, καὶ ταῖς κατ' ἔτος προσθήκαις τὴν εὐπορίαν προσαύξων, εἰς τὴν ἀδιέξοδον ταύτην ἀμηχανίαν ἐνέπεσεν, ὑποχωρεῖν μὲν τοῖς παλαιοῖς διὰ τὴν πλεονεξίαν μὴ συγχωρῶν, ὑποδέχεσθαι δὲ τὰ νέα διὰ τὸ πλῆθος μὴ ἐξαρκῶν. Διὰ τοῦτο ἀνήνυτα μὲν αὐτῷ τὰ βουλεύματα, ἄποροι δὲ αἱ φροντίδες. Τί ποιήσω; Τίς οὐκ ἂν ἐλεήσειεν τὸν οὕτω πολιορκούμενον; Δείλαιος τῆς εὐφορίας, ἐλεεινὸς τῶν παρόντων ἀγαθῶν, ἐλεεινότερος τῶν προσδοκωμένων. Μὴ γὰρ προσόδους αὐτῷ φέρει ἡ γῆ, στεναγμοὺς αὐτῷ φύει· μὴ γὰρ καρπῶν εὐφορίαν συνάγει, φροντίδας καὶ λύπας καὶ ἀμηχανίαν δεινήν. Ὅμοια τοῖς πενομένοις ὀδύρεται. Ἢ οὐχὶ ταύτην ἀφίησι τὴν φωνὴν καὶ ὁ διὰ πτωχείαν στενοχωρούμενος; Τί ποιήσω; πόθεν τροφαί; πόθεν ἐνδύματα; Ταῦτα καὶ ὁ πλούσιος φθέγγεται. Ὀδυνᾶται τὴν καρδίαν ὑπὸ τῆς μερίμνης διεσθιόμενος. Ὃ γὰρ τοὺς ἄλλους εὐφραίνει, τοῦτο τήκει τὸν πλεονέκτην. Οὐ γὰρ χαίρει πάντων αὐτῷ πεπληρωμένων τῶν ἔνδον, ἀλλὰ νύσσει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ περιῤῥέων ὁ πλοῦτος, καὶ τῶν ταμιείων ὑπερχεόμενος, μή που, καὶ πρὸς τοὺς ἔξωθεν παρακύψας, ἀγαθοῦ τινος ἀφορμὴ τοῖς ἐνδεέσι γένηται.
 

Καί μοι δοκεῖ τὸ πάθος αὐτοῦ τῆς ψυχῆς τῷ τῶν γαστριμάργων προσεοικέναι· οἳ διαῤῥαγῆναι μᾶλλον ὑπὸ λαιμαργίας αἱροῦνται, ἢ τῶν λειψάνων μεταδοῦναι τοῖς ἐνδεέσι. Σύνες, ἄνθρωπε, τοῦ δεδωκότος. Μνήσθητι σεαυτοῦ, τίς εἶ, τί οἰκονομεῖς, παρὰ τίνος ἔλαβες, διὰ τί τῶν πολλῶν προεκρίθης. Ἀγαθοῦ Θεοῦ γέγονας ὑπηρέτης, οἰκονόμος τῶν ὁμοδούλων· μὴ πάντα οἴου τῇ γαστρὶ τῇ σῇ παρεσκευάσθαι. Ὡς περὶ ἀλλοτρίων βουλεύου τῶν ἐν χερσίν· μικρὸν εὐφραίνει σε χρόνον, εἶτα διαῤῥυέντα οἰχήσεται, τὸν δὲ ἐπ' αὐτοῖς λόγον ἀπαιτηθήσῃ μετὰ ἀκριβείας. Σὺ δὲ πάντα ὁμοῦ θύραις καὶ μοχλοῖς ἐναποκλείσας ἔχεις· καὶ καταδήσας σφραγῖσιν, ἐπαγρυπνεῖς ταῖς μερίμναις, καὶ βουλεύῃ κατὰ σαυτόν, ἄφρονι συμβούλῳ σεαυτῷ κεχρημένος. Τί ποιήσω; Ἕτοιμον ἦν εἰπεῖν ὅτι Ἐμπλήσω τὰς ψυχὰς τῶν πεινώντων, ἀνοίξω τὰς ἀποθήκας, καὶ πάντας καλέσω τοὺς ἐνδεεῖς. Μιμήσομαι τὸν Ἰωσὴφ τῷ τῆς φιλανθρωπίας κηρύγματι, φθέγξομαι φωνὴν μεγαλόψυχον· Ὅσοι ὑστερεῖσθε ἄρτων, ἔλθετε πρὸς μέ· τῆς παρὰ Θεοῦ δεδομένης χάριτος τὸ ἀρκοῦν ἕκαστος, οἷον ἐκ κοινῶν πηγῶν, συμμεθέξοντες. Ἀλλ' οὐ τοιοῦτος σύ· πόθεν; Ὅς γε βασκαίνεις μὲν τοῖς ἀνθρώποις τῆς ἀπολαύσεως, πονηρὸν δὲ βουλευτήριον ἐν τῇ ψυχῇ συγκροτήσας, φροντίζεις, οὐχ ὅπως διαδῷς ἑκάστῳ τὰ πρὸς τὴν χρείαν, ἀλλ' ὅπως, πάντα ὑποδεξάμενος, πάντας τῆς ἀπ' αὐτῶν ὠφελείας ἀποστερήσῃς. Παρέστησαν οἱ τὴν ψυχὴν ἀπαιτοῦντες, κἀκεῖνος περὶ βρωμάτων τῇ ψυχῇ διελέγετο. Ταύτῃ τῇ νυκτὶ παρελαμβάνετο, καὶ εἰς ἔτη πολλὰ τὴν ἀπόλαυσιν ἐφαντάζετο. Συνεχωρήθη πάντα βουλεύσασθαι, καὶ φανερὰν ἑαυτοῦ ποιῆσαι τὴν γνώμην, ἵνα ἀξίαν τῆς προαιρέσεως δέξηται τὴν ἀπόφασιν.
 

Ὃ μὴ πάθῃς σύ. Διὰ τοῦτο γὰρ γέγραπται, ἵνα φύγωμεν τὴν ὁμοίωσιν. Μίμησαι τὴν γῆν, ἄνθρωπε· καρποφόρησον ὡς ἐκείνη, μὴ χείρων φανῇς τῆς ἀψύχου. Ἐκείνη μὲν οὖν τοὺς καρποὺς οὐκ εἰς ἑαυτῆς ἀπόλαυσιν, ἀλλ' εἰς τὴν σὴν ὑπηρεσίαν ἐξέθρεψε· σὺ δὲ ὃν ἂν ἐπιδείξῃ τῆς εὐποιΐας καρπόν, σεαυτῷ τοῦτον συνάγεις, διότι τῶν ἀγαθῶν ἔργων αἱ χάριτες ἐπὶ τοὺς διδόντας ἐπαναστρέφουσιν. Ἔδωκας τῷ πεινῶντι, καὶ σὸν γίνεται τὸ δοθὲν μετὰ προσθήκης ἐπανελθόν. Ὣσπερ γὰρ ὁ σῖτος, εἰς τὴν γῆν πεσών, κέρδος τῷ προεμένῳ γίνεται· οὕτως ὁ ἄρτος, εἰς τὸν πεινῶντα καταβληθείς, πολύχουν τὴν ὠφέλειαν εἰς ὕστερον ἀναδίδωσιν. Ἔστω οὖν σοι τὸ πέρας τῆς γεωργίας ἀρχὴ τῆς ἐπουρανίου σπορᾶς· Σπείρατε γάρ, φησίν, ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην· Τί οὖν ἀδημονεῖς, τί κόπτεις σεαυτόν, πηλῷ καὶ πλίνθοις τὸν πλοῦτον ἐναποκλεῖσαι φιλονεικῶν; Χρεῖσσον ὄνομα καλὸν ὑπὲρ πλοῦτον πολύν· Εἰ δὲ θαυμάζεις τὰ χρήματα διὰ τὴν ἀπ' αὐτῶν τιμήν, σκόπει πόσῳ πρὸς δόξαν λυσιτελέστερον, μυρίων παίδων πατέρα προσαγορεύεσθαι, ἢ μυρίους ἔχειν στατῆρας ἐν βαλλαντίῳ. Τὰ μέν γε χρήματα καταλείψεις ἐνταῦθα, καὶ μὴ βουλόμενος· τὴν δὲ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἔργοις φιλοτιμίαν ἀποκομίσεις πρὸς τὸν Δεσπότην, ὅταν δῆμος ὅλος, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ κριτοῦ περιστάντες σε, τροφέα καὶ εὐεργέτην καὶ πάντα τὰ τῆς φιλανθρωπίας ἀποκαλῶσιν ὀνόματα. Οὐχ ὁρᾷς τοὺς ἐν τοῖς θεάτροις, παγκρατιασταῖς, καὶ μίμοις, καὶ θηριομάχοις τισὶν ἀνθρώποις, οὓς κἂν βδελύξαιτό τις προσιδεῖν, ὑπὲρ τῆς ἐν ὀλίγῳ τιμῆς, καὶ τῶν παρὰ τοῦ δήμου θορύβων καὶ κρότων τὸν πλοῦτον προϊεμένους; Σὺ δὲ μικροπρεπὴς εἶ περὶ τὰς δαπάνας, τηλικαύτης μέλλων ἐπιβήσεσθαι δόξης; Θεὸς ἔσται ὁ ἀποδεχόμενος· ἄγγελοι εὐφημοῦντες· οἱ ἀπὸ κτίσεως ἄνθρωποι μακαρίζοντες· δόξα αἰώνιος, στέφανος δικαιοσύνης, βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἆθλά σοι ἔσται τῆς τῶν φθαρτῶν τούτων οἰκονομίας ὧν οὐδενὸς τούτων φροντίζεις, τῇ περὶ τὰ παρόντα σπουδῇ τῶν ἐλπιζομένων ὑπερορῶν. Δεῦρο δὴ οὖν ποικίλως διάθου τὸν πλοῦτον, φιλότιμος καὶ λαμπρὸς περὶ τὰς δαπάνας τῶν δεομένων γενόμενος. Λεγέσθω καὶ περὶ σοῦ· Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα· Μὴ βαρύτιμος ἔσο ταῖς χρείαις ἐπιτιθέμενος. Μὴ ἀνάμενε σιτοδείαν, ἵνα ἀνοίξῃς σιτοδοχεῖα· Ὁ γὰρ τιμιουλκῶν σῖτον δημοκατάρατος· Μὴ λιμὸν ἐκδέχου διὰ χρυσόν, μὴ κοινὴν ἔνδειαν δι' εὐπορίαν ἰδίαν. Μὴ γίνου κάπηλος συμφορῶν ἀνθρωπίνων· μὴ τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ καιρὸν ποιήσῃς περιουσίας χρημάτων. Μὴ ἐπιξάνῃς τραύματα κεκακωμένων ταῖς μάστιξι. Σὺ δὲ πρὸς μὲν τὸν χρυσὸν ἀποβλέπεις, τὸν δὲ ἀδελφὸν οὐ προσβλέπεις· καὶ τοῦ μὲν νομίσματος ἐπιγινώσκεις τὸ χάραγμα, καὶ τοῦ δοκίμου διακρίνεις τὸ κίβδηλον, τὸν δὲ ἀδελφὸν παρὰ τὴν χρείαν παντελῶς ἀγνοεῖς.
 

Καὶ ἡ μὲν εὔχροιά σε τοῦ χρυσοῦ ὑπερήδει· ὅσος δέ σοι ἀκολουθεῖ τοῦ ἐνδεοῦς ὁ στεναγμός, οὐ λογίζῃ. Πῶς σοι ὑπ' ὄψιν ἀγάγω τὰ πάθη τοῦ πένητος; Ἐκεῖνος, περισκεψάμενος τὰ ἔνδον, ὁρᾷ, ὅτι χρυσὸς μὲν αὐτῷ οὔτε ἐστίν, οὔτε γενήσεται πώποτε· σκεύη δὲ καὶ ἐσθής, τοιαῦτα, οἷα ἂν γένηται πτωχῶν κτήματα, ὀλίγων τὰ πάντα ὀβολῶν ἄξια. Τί οὖν; Ἐπὶ τοὺς παῖδας λοιπὸν ἄγει τὸν ὀφθαλμόν, ὥστε, αὐτοὺς ἀγαγὼν εἰς τὸ πρατήριον, ἐντεῦθεν εὑράσθαι τοῦ θανάτου παραμυθίαν. Νόησον ἐνταῦθα μάχην ἀνάγκης λιμοῦ, καὶ διαθέσεως πατρικῆς. Ἡ μὲν τὸν οἴκτιστον θάνατον ἀπειλεῖ, ἡ δὲ φύσις ἀνθέλκει, συναποθανεῖν τοῖς τέκνοις πείθουσα· καὶ πολλάκις ὁρμήσας, καὶ πολλάκις ἀνακοπείς, τελευταῖον ἐκρατήθη, ὑπὸ τῆς ἀναγκαίας καὶ ἀπαραιτήτου χρείας ἐκβιασθείς. Καὶ οἷα βουλεύεται ὁ πατήρ; Τίνα πρῶτον τούτων ἀπεμπολήσω; Τίνα δὲ ἡδέως ὁ σιτοπώλης ὄψεται; Ἐπὶ τὸν πρεσβύτατον ἔλθω; Ἀλλὰ δυσωποῦμαι αὐτοῦ τὰ πρεσβεῖα. Ἀλλὰ τὸν νεώτατον; Ἀλλ' ἐλεῶ αὐτοῦ τὴν ἡλικίαν ἀναισθητοῦσαν τῶν συμφορῶν. Οὗτος ἐναργεῖς σώζει τῶν γονέων τοὺς χαρακτῆρας· ἐκεῖνος ἐπιτηδείως ἔχει πρὸς τὰ μαθήματα. Φεῦ τῆς ἀμηχανίας! Τίς γένωμαι; Τίνι τούτων προσκρούσω; Ποίαν θηρίου ψυχὴν ἀναλάβω; Πῶς τῆς φύσεως ἐπιλάθωμαι; Ἐὰν πάντων ἀντίσχωμαι, πάντας ὄψομαι δαπανωμένους τῷ πάθει. Ἐὰν ἕνα προῶμαι, ποίοις ὀφθαλμοῖς τοὺς λειπομένους προσίδω, ὕποπτος αὐτοῖς ἤδη γεγενημένος εἰς ἀπιστίαν; Πῶς οἰκήσω τὴν οἰκίαν, ἐμαυτῷ κατασκευάσας τὴν ἀπαιδίαν; Πῶς ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἔλθω, ἐκ τοιαύτης προφάσεως τὴν εὐπορίαν ἔχουσαν; Καὶ ὁ μὲν μετὰ μυρίων δακρύων τὸν φίλτατον τῶν παίδων ἀπεμπολήσων ἔρχεται· σὲ δὲ οὐ κάμπτει τὸ πάθος, οὐ λογισμὸν λαμβάνεις τῆς φύσεως. Ἀλλ' ὁ μὲν λιμὸς συνέχει τὸν ἄθλιον, σὺ δὲ ἀναβάλλῃ, καὶ εἰρωνεύῃ, μακροτέραν αὐτῷ κατασκευάζων τὴν συμφοράν. Καὶ ὁ μὲν τὰ σπλάγχνα προτείνεται τιμὴν τῶν τροφῶν, σοῦ δὲ οὐ μόνον οὐκ ἀποναρκᾷ ἡ χεὶρ ἐκ τοιούτων συμφορῶν ὑποδεχομένη τιμήματα, ἀλλὰ καὶ ζυγομαχεῖς περὶ τοῦ πλείονος, καὶ ὅπως ἂν πολὺ λαβὼν ἔλαττον δῴης φιλονεικεῖς, πανταχόθεν βαρύνων τὴν συμφορὰν τῷ ἀθλίῳ. Οὐ δάκρυόν σοι ἐλεεινόν, οὐ στεναγμὸς καρδίαν μαλάσσει· ἀλλ' ἄκαμπτος εἶ καὶ ἀμείλικτος. Πάντα χρυσὸν βλέπεις, χρυσὸν φαντάζῃ· τοῦτό σοι καὶ καθεύδοντι ἐνύπνιον, καὶ ἐγρηγορότι ἐνθύμιον. Ὥσπερ γὰρ οἱ ὑπὸ μανίας παράφοροι οὐ τὰ πράγματα βλέπουσιν, ἀλλὰ τὰ ἐκ τοῦ πάθους φαντάζονται· οὕτως σοι ἡ ψυχή, τῇ φιλοχρηματίᾳ κατασχεθεῖσα, πάντα χρυσόν, πάντα ἄργυρον βλέπει. Ἥδιον ἂν ἴδοις τὸν χρυσὸν ἢ τὸν ἥλιον. Εὔχῃ τὰ πάντα πρὸς τὴν τοῦ χρυσοῦ φύσιν μεταβληθῆναι, καὶ ἐπινοεῖς μέντοι καθ' ὅσον οἷόν τε.
 

Ποίαν γὰρ μηχανὴν διὰ χρυσὸν οὐ κινεῖς; Ὁ σῖτος χρυσός σοι γίνεται, ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται, τὰ ἔριά σοι ἀποχρυσοῦται· πᾶσα ἐμπορία, πᾶσα ἐπίνοια χρυσόν σοι προσάγει. Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ χρυσὸς ἀπογεννᾷ πολυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι· καὶ κόρος οὐκ ἔστι, καὶ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξευρίσκεται. Τῶν μὲν γὰρ παίδων τοῖς λίχνοις ἀφειδῶς πολλάκις ἐνδίδομεν τῶν περισπουδάστων ὑπερεμπίπλασθαι, ὥστε τῷ ὑπερβάλλοντι κόρῳ τὴν ἀποστροφὴν ἐμποιῆσαι· ὁ δὲ πλεονέκτης οὐχ οὕτως· ἀλλ' ὅσῳ πλειόνων ἐμφορεῖται, πλειόνων ἐφίεται· Πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίᾳ· Σὺ δὲ κατέχεις τὸν παραῤῥέοντα, καὶ περιφράσσεις τὰς διεξόδους. Εἶτα κατεχόμενος καὶ ἐνλιμνάζων, οἷα ποιεῖ σοι; ῾Ρήγνυσι τὰ κωλύματα, ἀμέλει καὶ νῦν βιαίως ἐναποληφθεὶς καὶ πλημμυρῶν, καθαιρεῖ τοῦ πλουσίου τὰς ἀποθήκας, ἐδαφίζει αὐτοῦ τὰ ταμιεῖα, ὥσπερ πολέμιός τις ἐπεισελθών. Ἀλλὰ μείζονας οἰκοδομήσει; Ἄδηλον εἰ μὴ καθῃρημένας παραδώσει τῷ μετ' αὐτόν. Ὀξύτερον γὰρ ἂν αὐτὸς ἀπέλθοι ἀνασπασθείς, ἢ ἐκεῖνα κατὰ τὴν πλεονεκτικὴν ἐπίνοιαν ἐγερθείη. Ἀλλ' ὁ μὲν ἐχέτω τῶν κακῶν βουλευμάτων τὸ τέλος ἀκόλουθον· ὑμεῖς δέ, ἂν ἐμοὶ πείθησθε, πάσας θύρας ταμιείων ἀναπετάσαντες, ἀφθόνους παρέξετε τὰς διεξόδους τῷ πλούτῳ· ὥσπερ ποταμῷ μεγάλῳ πολύκαρπον γῆν δι' ὀχετῶν μυρίων ἐπερχομένῳ, οὕτως αὐτοί, τῷ πλούτῳ διδόντες διὰ ποικίλων ὁδῶν εἰς τὰς τῶν πενήτων οἰκίας κατασχίζεσθαι. Τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται· ἐναφιέμενα δέ, κατασήπεται· καὶ πλούτου τὸ μὲν στάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον. Ὤ πόσος μὲν ὁ παρὰ τῶν εὐεργετουμένων ἔπαινος, οὗ σὺ μὴ καταφρονήσῃς! πηλίκος δὲ ὁ παρὰ τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθός, ᾧ σὺ μὴ ἀπιστήσῃς! Πανταχοῦ σοι τὸ ὑπόδειγμα τοῦ κατηγορουμένου πλουσίου προσαπαντάτω· ὅς, τὰ μὲν ἤδη παρόντα φυλάσσων, περὶ δὲ τῶν ἐλπιζομένων ἀγωνιῶν, καὶ ἄδηλον ἔχων εἰ βιώσεται τὴν αὔριον, τὸ αὔριον σήμερον προημάρτανεν. Οὔπω ἦλθεν ὁ ἱκέτης, καὶ προλαβὼν ἐδείκνυε τὴν ἀγριότητα· οὐ συνήγαγε τοὺς καρπούς, καὶ τῆς πλεονεξίας εἶχεν ἤδη τὸ κρῖμα. Ἡ μὲν γῆ ἐδεξιοῦτο τοῖς ἐκφορίοις αὐτῆς· βαθὺ μὲν ἐν ταῖς ἀρούραις προδεικνῦσα τὸ λήϊον· πολὺν δὲ τὸν βότρυν ὑπὲρ κλημάτων φαίνουσα· βρύουσαν δὲ τῷ καρπῷ τὴν ἐλαίαν παρεχομένη, καὶ πᾶσαν ἐπαγγελλομένη τὴν ἐξ ἀκροδρύων τρυφήν· ὁ δὲ ἀδέξιος ἦν καὶ ἄκαρπος, οὔπω ἔχων, καὶ ἤδη βασκαίνων τοῖς δεομένοις. Καίτοι πόσοι κίνδυνοι πρὸ τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν! Καὶ γὰρ καὶ χάλαζα κατέκλασε, καὶ καύσων ἐκ μέσων ἥρπασεν τῶν χειρῶν, καὶ ὕδωρ, παρὰ καιρὸν ἐκ νεφῶν ἐπιῤῥυέν, ἠχρείωσε τοὺς καρπούς. Οὐ προσεύχῃ οὖν τῷ Κυρίῳ τελειωθῆναι τὴν χάριν; Ἀλλὰ προλαμβάνων, σεαυτὸν ἀνάξιον ποιεῖς τῆς ὑποδοχῆς τῶν δειχθέντων.
 

Καὶ σὺ μὲν ἐν τῷ κρυπτῷ λαλεῖς σεαυτῷ, τὰ δὲ ῥήματά σου ἐν οὐρανῷ δοκιμάζεται. Διὰ τοῦτό σοι ἐκεῖθεν αἱ ἀποκρίσεις ἔρχονται. Τίνα δέ ἐστι καὶ ἃ λέγεις; ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ἀποκείμενα· φάγε, πίε, εὐφραίνου καθ' ἡμέραν· Ὤ τῆς ἀλογίας! Εἰ δὲ χοιρείαν εἶχες ψυχήν, τί ἂν ἄλλο ἢ τοῦτο αὐτῇ εὐηγγελίσω; Οὕτω κτηνώδης εἶ, οὕτως ἀσύνετος τῶν τῆς ψυχῆς ἀγαθῶν, τοῖς τῆς σαρκὸς αὐτὴν βρώμασιν δεξιούμενος· καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρὼν ὑποδέχεται, ταῦτα τῇ ψυχῇ παραπέμπεις; Εἰ μὲν ἀρετὴν ἔχει, εἰ πλήρης ἐστὶν ἀγαθῶν ἔργων, εἰ Θεῷ προσῳκείωται, ἔχει πολλὰ ἀγαθά, καὶ εὐφραινέσθω τὴν καλὴν τῆς ψυχῆς εὐφροσύνην. Ἐπεὶ δὲ τὰ ἐπίγεια φρονεῖς, καὶ θεὸν ἔχεις τὴν κοιλίαν, καὶ ὅλος σάρκινος εἶ, δεδουλωμένος τοῖς πάθεσιν, ἄκουε τῆς σοὶ πρεπούσης προσηγορίας, ἣν οὐδεὶς ἀνθρώπων ἔθετό σοι, ἀλλ' αὐτὸς ὁ Κύριος· Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; Μείζων τῆς αἰωνίου κολάσεως ὁ γέλως τῆς ἀβουλίας. Ὁ γὰρ μετ' ὀλίγον μέλλων ἀνάρπαστος ἄγεσθαι, οἷα βουλεύεται; Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω· Καλῶς σὺ ποιῶν, φαίην ἂν ἔγωγε πρὸς αὐτόν. Ἄξια γὰρ καθαιρέσεως τὰ ταμιεῖα τῆς ἀδικίας. Κατάσκαπτε ταῖς ἑαυτοῦ χερσίν, ἃ κακῶς ᾠκοδόμησας. Λύε τὰ σιτοδοχεῖα, ὅθεν οὐδεὶς ἀπῆλθέ ποτε παραμυθίας τυχών. Ἀφάνισον πάντα οἶκον πλεονεξίας φύλακα, ἀποσκεύασον ὀρόφους, περίελε τοίχους, δεῖξον ἡλίῳ τὸν εὐρωτιῶντα σῖτον, ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὸν δέσμιον πλοῦτον, θριάμβευσον τὰ σκοτεινὰ τοῦ μαμωνᾶ καταγώγια· Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω· Ἐὰν δὲ καὶ ταύτας ἐμπλήσῃς, τί ποτε ἆρα διανοηθήσῃ; Ἦ που πάλιν καθαιρήσεις, καὶ πάλιν οἰκοδομήσεις; Καὶ τί τούτων ἀνοητότερον, ἀπέραντα μοχθεῖν, οἰκοδομεῖν μετὰ σπουδῆς, καὶ μετὰ σπουδῆς καθαιρεῖν; Ἔχεις ἀποθήκας, ἐὰν θέλῃς, τὰς κοιλίας τῶν πενήτων. Θησαύρισον σεαυτῷ θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ. Τὰ ἐκεῖ ἀποτιθέμενα οὐ σῆτες καταβόσκονται, οὐ σηπεδὼν ἐπινέμεται, οὐ λῃσταὶ διακλέπτουσιν. Ἀλλὰ τότε μεταδώσω τοῖς δεομένοις ὅταν τὰς δευτέρας ἀποθήκας ἐμπλήσω. Μακροὺς σεαυτῷ τοὺς χρόνους τῆς ζωῆς ἔπηξας. Σκόπει μή σε προλάβῃ ὁ κατὰ προθεσμίαν ἐπείγων. Καὶ γὰρ ἡ ἐπαγγελία οὐ χρηστότητος ἐστιν, ἀλλὰ πονηρίας ἀπόδειξις. Ἐπαγγέλλῃ γάρ, οὐχ ἵνα δῷς μετὰ ταῦτα, ἀλλ' ἵνα τὸ παρὸν διακρούσῃ. Ἐπεὶ νῦν τί τὸ κωλύον πρὸς τὴν μετάδοσιν; Οὐ πάρεστιν ὁ ἐνδεής; οὐχὶ πλήρεις αἱ ἀποθῆκαι; οὐχ ὁ μισθὸς ἕτοιμος; οὐχ ἡ ἐντολὴ τηλαυγής; Ὁ πεινῶν τήκεται· ὁ γυμνητεύων πήγνυται· ὁ ἀπαιτούμενος ἄγχεται· καὶ σὺ τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τὴν αὔριον ἀναβάλλῃ; Ἄκουε Σολομῶντος· Μὴ εἴπῃς· Ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, καὶ αὔριον δώσω· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα· Οἵων παραγγελμάτων ὑπερορᾷς, τῇ φιλαργυρίᾳ τὰ ὦτα προαποβύσας! Πόσην ἔδει σε χάριν ἔχειν τῷ εὐεργέτῃ, καὶ φαιδρὸν εἶναι, καὶ λαμπρύνεσθαι τῇ τιμῇ, ὅτι οὐκ αὐτὸς διοχλεῖς θύρας ἑτέρων, ἀλλὰ τὰς σὰς ἄλλοι καταλαμβάνουσι! Νῦν δὲ κατηφὴς εἶ καὶ δυσέντευκτος, ἐκκλίνων τὰς ἀπαντήσεις, μή πού τι καὶ μικρὸν ἀναγκασθῇς τῶν χειρῶν ἐκβαλεῖν. Μίαν οἶδας φωνήν· Οὐκ ἔχω· οὐδὲ δώσω· πένης γάρ εἰμι. Πένης εἶ τῷ ὄντι, καὶ ἐνδεὴς παντὸς ἀγαθοῦ· πένης ἀγάπης· πένης φιλανθρωπίας, πένης πίστεως εἰς Θεόν, πένης ἐλπίδος αἰωνίου. Συμμεριστὰς ποίησον τῶν σητῶν τοὺς ἀδελφούς· τὸ αὔριον σηπόμενον σήμερον μετάδος τῷ δεομένῳ. Πλεονεξίας εἶδος τὸ χαλεπώτατον, μηδὲ τῶν φθειρομένων μεταδιδόναι τοῖς ἐνδεέσι.
 

Τίνα, φησίν, ἀδικῶ συνέχων τὰ ἐμαυτοῦ; Ποῖα, εἰπέ μοι, σαυτοῦ; πόθεν λαβὼν εἰς τὸν βίον εἰσήνεγκας; Ὥσπερ ἂν εἴ τις, ἐν θεάτρῳ θέαν καταλαβών, εἶτα ἐξείργοι τοὺς ἐπεισιόντας, ἴδιον ἑαυτοῦ κρίνων τὸ κοινῶς πᾶσι κατὰ τὴν χρῆσιν προκείμενον· τοιοῦτοί εἰσι καὶ οἱ πλούσιοι. Τὰ γὰρ κοινὰ προκατασχόντες, ἴδια ποιοῦνται διὰ τὴν πρόληψιν. Ἐπεὶ εἰ τὸ πρὸς παραμυθίαν τῆς ἑαυτοῦ χρείας ἕκαστος κομιζόμενος, τὸ περιττὸν ἠφίει τῷ δεομένῳ, οὐδεὶς μὲν ἂν ἦν πλούσιος, οὐδεὶς δὲ πένης, οὐδεὶς ἐνδεής. Οὐχὶ γυμνὸς ἐξέπεσας τῆς γαστρός; οὐ γυμνὸς άλιν εἰς τὴν γῆν ὑποστρέψεις; Τὰ δὲ παρόντα σοι πόθεν; Εἰ μὲν ἀπὸ ταυτομάτου λέγεις, ἄθεος εἶ, μὴ γνωρίζων τὸν κτίσαντα, μηδὲ χάριν ἔχων τῷ δεδωκότι· εἰ δὲ ὁμολογεῖς εἶναι παρὰ Θεοῦ, εἰπὲ τὸν λόγον ἡμῖν δι' ὃν ἔλαβες. Μὴ ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ἀνίσως ἡμῖν διαιρῶν τὰ τοῦ βίου; Διὰ τί σὺ μὲν πλουτεῖς, ἐκεῖνος δὲ πένεται; Ἢ πάντως, ἵνα καὶ σὺ χρηστότητος καὶ πιστῆς οἰκονομίας μισθὸν ὑποδέξῃ, κἀκεῖνος τοῖς μεγάλοις ἄθλοις τῆς ὑπομονῆς τιμηθῇ; Σὺ δέ, πάντα τοῖς ἀπληρώτοις τῆς πλεονεξίας κόλποις περιλαβών, οὐδένα οἴει ἀδικεῖν τοσούτους ἀποστερῶν; Τίς ἐστιν ὁ πλεονέκτης; Ὁ μὴ ἐμμένων τῇ αὐταρκείᾳ. Τίς δέ ἐστιν ὁ ἀποστερητής; Ὁ ἀφαιρούμενος τὰ ἑκάστου. Σὺ δὲ οὐ πλεονέκτης; σὺ δὲ οὐκ ἀποστερητής; ἃ πρὸς οἰκονομίαν ἐδέξω, ταῦτα ἴδια σεαυτοῦ ποιούμενος; Ἢ ὁ μὲν ἐνδεδυμένον ἀπογυμνῶν λωποδύτης ὀνομασθήσεται· ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων, δυνάμενος τοῦτο ποιεῖν, ἄλλης τινός ἐστι προσηγορίας ἄξιος; Τοῦ πεινῶντός ἐστιν ὁ ἄρτος, ὃν σὺ κατέχεις· τοῦ γυμνητεύοντος τὸ ἱμάτιον, ὃ σὺ φυλάσσεις ἐν ἀποθήκαις· τοῦ ἀνυποδέτου τὸ ὑπόδημα, ὃ παρὰ σοὶ κατασήπεται· τοῦ χρῄζοντος τὸ ἀργύριον, ὃ κατορύξας ἔχεις. Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσοις παρέχειν ἠδύνασο.
 

Καλοὶ μέν, φησίν, οἱ λόγοι, ἀλλὰ καλλίων ὁ χρυσός. Ὥσπερ οἱ τοῖς ἀκολάστοις περὶ σωφροσύνης διαλεγόμενοι. Καὶ γὰρ ἐκεῖνοι, διαβαλλομένης τῆς ἑταίρας, ἀπὸ τῆς ὑπομνήσεως πρὸς τὰς ἐπιθυμίας ἐκκαίονται. Πῶς σοι ὑπ' ὄψιν ἀγάγω τὰ πάθη τοῦ πένητος, ἵνα γνῷς ἀπὸ ποταπῶν στεναγμῶν σεαυτῷ θησαυρίζεις; Ὤ πόσου ἄξιόν σοι φανεῖται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τὸ ῥῆμα ἐκεῖνο· Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατε με· γυμνὸς ἤμην, καὶ περιεβάλετέ με· Ποταπὴ δέ σοι φρίκη, καὶ ἱδρώς, καὶ σκότος περιχυθήσεται, ἀκούοντι τῆς καταδίκης· Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ, οἱ κατηραμένοι, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με· γυμνὸς ἤμην, καὶ οὐ περιεβάλετε με· Οὐδὲ γὰρ ἐκεῖ ὁ ἅρπαξ ἐγκαλεῖται, ἀλλ' ὁ ἀκοινώνητος κατακρίνεται. Ἐγὼ μὲν εἶπον, ἃ συμφέρειν ἐνόμιζον, σοὶ δὲ πεισθέντι μὲν πρόδηλα τὰ ἐν ἐπαγγελίαις ἀποκείμενα ἀγαθά· παρακούσαντι δὲ γεγραμμένη ἐστὶν ἡ ἀπειλή, ἧς εὔχομαί σε τὴν πεῖραν διαφυγεῖν, βελτίονα γνώμην μεταλαβόντα, ἵνα λύτρον σοι γένηται ὁ ἴδιος πλοῦτος, καὶ ἐφ' ἕτοιμα βαδίσῃς τὰ οὐράνια ἀγαθά· χάριτι τοῦ πάντας ἡμᾶς καλέσαντος εἰς τὴν ἑαυτοῦ βασιλείαν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 
ΑΠΟΔΟΣΙΣ
ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ:
1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Δηλαδή, ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι, και δοκιμάζουν την υπο­μονή και την ανθεκτικότητά τους ή, πολλές φο­ρές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται δοκιμαστήριο και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να μη χάσει τη δύναμή της η ψυχή στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, αλλά και να μην υπερηφανευθεί στις ευτυχείς καταστάσεις.

Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πει­ρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακατα­μάχητος αθλητής, σήκωσε με ακατάβλητο ψυ­χικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρ­διάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του, και αναδείχθηκε τό­σο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα παλαίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός.
Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Ένα απ' αυτά είναι και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε.
Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλού­τη στα χέρια του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώ­μονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κόρος στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά.
Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ενός ανθρώπου πλούσιου τα χωράφια είχαν μεγάλη σοδειά. Και αυτός έπεσε τότε σε αγχώ­δη συλλογή και έλεγε: Τί να κάνω; Πού να συ­γκεντρώσω και να αποθηκεύσω τα εισοδήματά μου;». Και, ύστερα από μεγάλο ταλανισμό και συλλογή, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματα και τα αγαθά μου».
Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκει­το να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε;
Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέ­χρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι ο Κύριος «βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους και ανατέλλει τον ζωογόνο ήλιο Του και για τους πονηρούς και για τους αγαθούς».
Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισω­ρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τί έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Εριξε τις βροχές στη γη που καλ­λιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Εδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφο­ρία.
Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά. 

Διότι ο Θεός προσφέ­ρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέ­ρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βο­διών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γε­ωργία.
Τί στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ' όλα αυτά; Μεμψιμοι­ρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κά­θε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώ­ρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θά 'τανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθό­λου την εντολή που λέει: «Μην αρνηθείς να βοηθήσεις τον φτωχό»· και «το έλεος και η καλή διάθεση προς τους ενδεείς, ας μη σε εγκαταλείπουν». Επίσης λησμόνησε την προ­τροπή που λέει: «Να μοιράζεις το ψωμί σου μ' αυτόν που πεινάει».
Ετσι, αν και όλοι οι Προφήτες και οι διδά­σκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισακούονταν από τον Πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπα­ζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε. 

Διότι, με το να προ­σθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομι­δές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δη­λαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι' αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες.
«Τί να κάνω;». Ποιός δεν θα ελεούσε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια μέ­ριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Ελεεινός μπρο­στά στα αγαθά του παρόντος κόσμου. Ακό­μη πιο ελεεινός όμως μπροστά στα προσδοκώ­μενα.
Η γη δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισο­δήματα. Αναβλαστάνει γι' αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρη­νεί και οδύρεται παρόμοια μ' αυτούς που είναι φτωχοί.
Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώ­χεια δεν βγάζει απ' την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τί να κάνω; Πού να βρω τροφές; Πού να βρω ενδύματα;».
Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώ­νει τον πλεονέκτη. Διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ' όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοια του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελε­ηθεί κάποιος φτωχός.

2. Στ' αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστριμάργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς.
Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγα­θά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πό­σα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός. Από Ποιόν τα έλαβες. Γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικο­νόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι' αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέ­πτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι' αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παραταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλει­δαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου· «τί θα κάνω;».
Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πει­νούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκα­λέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδω­ρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πη­γή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό».
Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέ­τοιος. Που να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πως θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πως θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ' αυτούς.
Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έ­παιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύ­κτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολ­λά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.

3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι' αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα Πλούσιο. Να μιμηθείς τη γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη.
Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ' αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει. Διότι πρέπει να ξέ­ρεις ότι, για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνου­με Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ. χ. σ' αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις μ' αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλου­τισμού για τον σπορέα. Ετσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σ' αυτόν που το πρόσφε­ρε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς. Διότι και η Γραφή λέ­ει: «Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη».
Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Για­τί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπα­θώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πη­λό και πλίνθους; «Είναι προτιμότερο το κα­λό όνομα από τα μεγάλα πλούτη».
Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ' αυτά, σκέ­ψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σου επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, πα­ρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύριους στατήρες. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σ' αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάν­θρωπο.
Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονά­ει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατά­ντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητοκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και συ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου;
Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτί­σεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ' αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε.
Ελα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανά­γκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «Σκόρ­πισε ελεύθερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες».
Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το που­λήσεις πανάκριβα. Διότι «αυτός που υπερτιμά το σιτάρι, είναι λαοκατάρατος»
Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για τη φτώχεια που πέφτει στο λαό, επειδή γίνεται αφορμή, για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευ­θείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κό­σμο με τη στέρηση των αγαθών, για να απο­κτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμ­φοράς.
Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χά­ραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.

4. Και η στιλπνάδα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως ούτε λογαριά­ζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτω­χού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού;
Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύ­ρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του.
Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τί να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγή­σει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ισως έ­τσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο. [
Αναφέρεται εδώ ο Αγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παι­διά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμ­βάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Αγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος και δεινόν το νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγ­ματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σο­φού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252).]
Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μά­τια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παι­διά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψω­μί. Αυτό τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυ­τός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πρά­ξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείληκτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου.
Και τί σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ' αυτή τη σκληρή στιγμή; Ποιό παιδί μου να πουλήσω πρώτα, έλεγε. Ποιό θα δει με ευχα­ρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτε­ρο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώ­σω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυ­φερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιό να δώσω απ' τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιά­ζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τί να κάνω; Με ποιό παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιό να φερθώ τόσο σκλη­ρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου;
Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώ­χειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαί­νουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τί μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπι­στοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρυσμα τα παιδιά μου που τα πούλησα;
Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, με­τά απ' όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλού­σιε , δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύ­νατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συν­θλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώ­νεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζε­σαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και πα­ζαρεύεις πως θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρό­πο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγ­μοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυ­σό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοια σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πά­θος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασή­μι βλέπει. Στ' αλήθεια, με περισσότερη ευχα­ρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.

5. Τί δεν μηχανεύεσαι, στ' αλήθεια, για να αποκτήσεις χρυσάφι; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό. Το μαλλί των προβάτων σου δίνει χρυσό. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεση σου επιδαψιλεύει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σου γεννάει χρυσό, με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα και τους τόκους που επιβάλλεις. Παραταύτα, δεν επέρχεται σε σένα κορεσμός και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά, πολλές φορές, απλό­χερα τους δίνουμε ό,τι ζητούν και τους επι­τρέπουμε να παραχορτάσουν με όσα εκείνα ορέγονται, ώστε με τον υπερβολικό κορεσμό να τα βοηθήσουμε να αποστραφούν και να σιχαθούν εκείνο που επιθυμούν. Στον πλεονέκτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά όσο πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερα επιθυμεί.
«Αν ο πλούτος ρέει και αυξάνει, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ' αυ­τόν», λέει ο Ψαλμωδός. Εσύ όμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τον πλούτο που συνεχώς αυξάνει, και βάζεις αμπάρες και κλείνεις τις πόρτες και δεν δίνεις πουθενά τίποτε.
Αλλά με το να τον κρατά ο πλούσιος τον πλούτο και να τον αφήνει να λιμνάζει, δες τι του δημιουργεί. Ξεχειλίζει η συγκομιδή, σπά­ει τα εμπόδια και, πρόσεξε να δεις τη συνέ­χεια. Παρακολούθησε τι θα του δημιουργή­σει, με το να αμπαρώνει τα αγαθά και να τα αφήνει να αυξάνουν και να λιμνάζουν, παρα­μένοντας στάσιμα. Θα γίνουν αιτία να γκρε­μιστούν οι αποθήκες του, να διαρραγούν τα ταμεία του, σαν να μπήκε κάποιος κλέφτης και εχθρός και να τα αφάνισε.
Θα μου πεις όμως ότι θα κτίσει ο πλούσιος μεγαλύτερες αποθήκες και θα τα αποθηκεύ­σει. Αυτό δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι μήπως τις παραδώσει γκρεμισμένες στον κληρονόμο του. Διότι πολύ πιο γρήγορα θα πεθάνει αυτός, παρά θα κτισθούν οι αποθήκες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής πλεονεξίας.
Ο πλούσιος βέβαια του Ευαγγελίου είχε για τα σχέδιά του το γνωστό τέλος. Αλλά εσείς, αν πεισθείτε σε όσα σας λέω, ανοίξτε τις αποθήκες σας και δώστε διέξοδο στον πλούτο σας. Και όπως το μεγάλο ποτάμι έχει πολυάριθμα κανάλια και διοχετεύει το νερό του στην πολύ­καρπη γη, έτσι κι εσείς να οικονομήσετε τα αγαθά σας, ώστε να φθάσουν στα σπίτια των φτωχών, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Μ' αυτά που λέω, εννοώ να επινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφοράς.
Όταν αντλείται το νερό από τα πηγάδια, το νερό γίνεται πιο άφθονο. Ενώ, όταν τα εγκα­ταλείπουμε, βρωμίζουν και στερεύουν. Και ο πλούτος όταν μένει στάσιμος, είναι άχρηστος. Όταν όμως κινείται και δίδεται στους συναν­θρώπους μας, βοηθάει το σύνολο των ανθρώ­πων και αποβαίνει καρποφόρος.
Αλήθεια, πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου που ευεργετήσαμε! Μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλη θα είναι η Χάρη που θα λά­βουμε από τον δίκαιο Κριτή, τον Κύριο! Εμπιστεύσου λοιπόν τους λόγους του Κυρίου και μην απιστείς σ' Αυτόν.
Πάντοτε και παντού να έχεις μπροστά στα μάτια σου το παράδειγμα του Πλούσιου που καταδικάζεται απ' όλους για τη συμπεριφο­ρά του. Γιατί αυτός φύλαγε τα παρόντα υλι­κά αγαθά, αγωνιούσε για τις επερχόμενες σο­δειές και, ενώ δεν γνώριζε αν θα ξημερώσει η αυριανή ήμερα, αμάρτανε εκ των προτέρων. Εχανε το σήμερα για το αύριο. Δεν είχε έλθει ο φτωχός να του ζητήσει κάτι, και αυτός προ­καταβολικά εκδήλωνε την άρνηση και την αγριότητά του. Ακόμη δεν είχε μαζέψει τους καρπούς απ’ τα χωράφια του και είχε το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη του πρόσφερε τα προϊόντα της άφθονα. Του έδειχνε ήδη μέ­σα στην οργωμένη γη το άφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια πάνω στα κλή­ματα, τις ελιές να είναι κατάφορτες και γενι­κά υποσχόταν στον πλούσιο κάθε τρυφή από τα καρποφόρα δένδρα. Ο πλούσιος όμως ή­ταν τσιγγούνης και άκαρπος. Ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα αγαθά και τον έτρωγε το σα­ράκι, μήπως του ζητήσουν κάτι οι φτωχοί και οι αναγκεμένοι.
Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν για σέ­να, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι να φθάσουν οι καλλιέργειές σου στη συγκομιδή των καρπών; Διότι και χαλάζι μπορεί να πέσει και να τα καταστρέψει όλα και ο καύσωνας μπορεί να τ' αρπάξει μέσα από τα χέρια σου και η απρό­σμενη βροχή μπορεί να καταστρέψει τους καρ­πούς.
Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να δώ­σει τη Χάρη του, ώστε να ολοκληρωθεί η δω­ρεά; Αλλά εσύ τρέχεις για να βρεις τρόπο να μαζέψεις και να ασφαλίσεις τα αγαθά και έτσι καθιστάς τον εαυτό σου ανάξιο να λάβει όλα όσα ήδη σου έχει στείλει ο Θεός.

6. Και συ μεν ζεις με τους λογισμούς σου και κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως αυτά κρίνονται στον Ουρα­νό. Γι' αυτό και οι απαντήσεις σου έρχονται από εκεί.
Ποιά είναι όμως αυτά που συζητάει με τον εαυτό του ο πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «έχεις πολλά αγαθά. Έχεις πλούτη για αμέτρητα χρόνια. Τρώγε, πίνε και διασκέδαζε καθημερινά».
Ω Θεέ μου, τι παραλογισμός είναι αυτός! Αλήθεια, πλούσιε, αν είχες ψυχή χοίρου, τί άλλο καλύτερο θα μπορούσες να της πεις; Τόσο κτη­νώδης είσαι, τόσο ασύνετος και αδιάφορος για την ψυχική σου καλλιέργεια, ώστε να τρέφεις την ψυχή σου με τα βρώματα που είναι για τη σάρκα; Αυτά που καταλήγουν στον αφεδρώνα, εσύ τα ετοιμάζεις για την ψυχή σου;
Διότι αν, ασύνετε πλούσιε, διέθετες αρετή, αν η ζωή σου ήταν γεμάτη από αγαθά έργα, αν είχες ενωθεί με τον Θεό, θα είχες πολλά όντως αγαθά και τότε ας ευφραινόσουν με τα ψυχικά αυτά χαρίσματα. Επειδή όμως εσύ σκέφτεσαι εντελώς γήινα και έχεις Θεό σου την κοιλιά σου και είσαι εντελώς σαρκικός άνθρωπος, υποδουλωμένος και αιχμάλωτος στα πάθη, άκου την προσφώνηση που σου αρ­μόζει, την οποία δεν σου την απηύθυνε κά­ποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος: «Ανό­ητε, τούτη τη νύκτα οι άγγελοι θα ζητήσουν να πάρουν την ψυχή σου. Όλα αυτά που ετοί­μασες και φυλάς, ποιός θα τα πάρει;».
Χειρότερο από την αιώνια κόλαση είναι το γέλιο και η ευτυχία που προέρχονται από α­γκύλωση στα υλικά αγαθά. Αλήθεια, αυτός που σε λίγο πρόκειται να τον αρπάξουν απ' αυτή τη ζωή οι άγγελοι, τί σκέπτεται; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω με­γαλύτερες»!
Πολύ καλά θα κάνεις, θα του έλεγα εγώ. Διότι τα ταμεία της αδικίας πρέπει να αφα­νισθούν. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που έκτισες με άδικο και αμαρτωλό τρόπο. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού, από τα οποία κανείς δεν έλαβε παρηγοριά. Εξα­φάνισε κάθε οίκημα που φιλοξενούσε την πλε­ονεξία. Βγάλε τη στέγη. Γκρέμισε τους τοί­χους. Αφησε να δει ο ήλιος το μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε από τη φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο σου. Σύντριψε τα σκοτεινά κατα­γώγια του Μαμμωνά.
«Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτί­σω μεγαλύτερες»!
Αν, ανόητε πλούσιε, γεμίσεις και τις μεγα­λύτερες αποθήκες που θα κατασκευάσεις, τί άλλο θα σκεφτείς μετά να κάνεις; Ή μήπως πάλι θα τις γκρεμίσεις και πάλι θα τις ξανακτίσεις; Και τί είναι πιο ανόητο απ’ αυτή σου τη δραστηριότητα, να κοπιάζεις εφ' όρου ζωής να κτίζεις με άγχος και βιασύνη και να γκρε­μίζεις με την ίδια ψυχική κατάσταση; Αν θέ­λεις αποθήκες, έχεις τα σπίτια των φτωχών. «Θησαύρισε για τον εαυτό σου θησαυρούς που αποθηκεύονται στους ουρανούς». «Όσα κα­τατίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα τρώει, ούτε σαπίζουν, ούτε ληστεύονται».
Αλλά τότε θα δώσω, στους αναγκεμένους, μας υπογραμμίζει ο πλεονέκτης πλούσιος, ό­ταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες μου.
Βλέπω πως έχεις προδιαγράψει ότι η ζωή σου σ' αυτή τη γη θα είναι μακροχρόνια. Κύτταξε να μη σε προλάβει Εκείνος που προσδιο­ρίζει τη ζωή του καθενός και θέτει τις ημερο­μηνίες λήξεως. Και φυσικά η υπόσχεσή σου αυτή δεν είναι απόδειξη της αγαθότητας της καρδιάς σου, αλλά της πονηρίας σου. Διότι υπόσχεσαι, όχι για να δώσεις στους άλλους από τα αγαθά σου, αν θα κτίσεις μεγαλύτε­ρες αποθήκες, αλλά για να αποφύγεις το πα­ρόν. Τί σε εμποδίζει λοιπόν να δώσεις τώρα κάτι από τα πολλά σου αγαθά; Δεν υπάρχουν φτωχοί έξω από την πόρτα σου; Δεν είναι γε­μάτες οι αποθήκες σου; Δεν είναι επηγγελμένη η ανταπόδοση και η Χάρη που θα λάβεις; Δεν είναι ξεκάθαρη η υπόσχεση του Κυρίου;
Ο πεινασμένος σβήνει από την πείνα. Ο γυμνός ξεπαγιάζει από το κρύο. Ο οφειλέτης πεθαίνει από το άγχος και συ αναβάλλεις για αύριο τη συμπαράστασή σου προς αυτούς;
Ακου τον προφήτη Σολομώντα που λέει: «Μην πεις στον φτωχό, πήγαινε τώρα και έλα αύριο και τότε θα σου δώσω». Διότι «δεν γνωρίζεις τι τέξεται η επιούσα».
Αδελφέ μου, ποιά παραγγέλματα κατα­φρονείς, με το να κλείνεις τ' αυτιά σου, εξαι­τίας τής φιλαργυρίας και της πλεονεξίας; Πό­ση μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρωστάς στον Ευεργέτη σου! Πόσο έπρεπε να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που δεν βρίσκεσαι στη θέση να χτυπάς τις πόρτες άλ­λων, αλλά οι άλλοι χτυπούν τη δική σου για βοήθεια. Παραταύτα, είσαι κατσούφης και απλησίαστος, αποφεύγεις τις συναντήσεις μή­πως και αναγκασθείς να δώσεις κάτι με τα χέ­ρια σου. Μία λέξη ξέρεις: Δεν έχω. Δεν δίνω. Είμαι φτωχός!
Πραγματικά είσαι φτωχός και ενδεής από κά­θε αγαθό. Είσαι φτωχός από αγάπη. Φτωχός από φιλανθρωπία. Φτωχός από πίστη και εμπιστο­σύνη στον Θεό. Φτωχός από ελπίδα αιώνια.
Κάνε συμμέτοχους τους αδελφούς σου στα σιτηρά σου. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσ' το σήμερα σ' αυτόν που τό ‘χει ανάγκη. Η χει­ρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίνει κανείς στους αναγκεμένους ούτε αυτά που ούτως ή άλλως φθείρονται.

7. Και ποιόν αδικώ, λέει ο πλεονέκτης πλού­σιος, με το να ενδιαφέρομαι για την περιου­σία μου;
Αλήθεια; Αλλά πές μου, ποιά είναι η περι­ουσία σου, ποιά είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή; Πραγματι­κά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλού­σιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέα­τρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδί­ζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοι­νό για όλους. Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους.
Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιή­σει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδι­νε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υ­πήρχε κανένας φτωχός.
Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά τής μη­τέρας σου; Δεν θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Κι αυτά που έχεις τώρα από πού τα έχεις; Αν μου πεις ότι τα έχεις από την τύχη, είσαι άθεος, διότι δεν αναγνωρίζεις τον Δημιουργό , ούτε ευχαριστείς τον Δωρεοδότη. Αν όμως παραδέχεσαι ότι τα έλαβες από τον Θεό, πες μου το λόγο για τον οποίο τα έλαβες. Μή­πως ο Θεός είναι άδικος και μοιράζει σε μας άνισα όσα χρειαζόμαστε σ' αυτή τη ζωή; Για­τί εσύ να είσαι πλούσιος και εκείνος να είναι φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο, παρά για να αποδειχθείς εσύ καλός οικονόμος και να λά­βεις τη Χάρη και τον μισθό τής καλής διαχειρήσεως και της πονετικής καρδιάς σου προς τους αδελφούς. Και εκείνος, ο φτωχός, για να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής που θα καταθέσει, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων.
Εσύ όμως τα περιέλαβες όλα τα αγαθά στους ακόρεστους κόλπους της πλεονεξίας και νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς, ενώ τό­σους και τόσους αποστερείς και δεν δίνεις τί­ποτα σε κανέναν.
Ποιός θεωρείται πως είναι πλεονέκτης; Αυ­τός που δεν μπορεί να παραμείνει στην αυτάρ­κεια.
Ποιός είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαι­ρεί από τον καθένα εκείνα που του ανήκουν.
Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο πλεονέκτης; Δεν εί­σαι εσύ ο άρπαγας, όταν οικειοποιείσαι όλα τα πλούτη που σου δόθηκαν, με σκοπό να τα διαχειρισθείς και να τα οικονομήσεις με πνεύ­μα αγάπης; Ή αυτόν που απογυμνώνει τον ντυμένο, ο οποίος φοράει πλούσια ρούχα, θα τον ονομάσουμε λωποδύτη, ενώ εκείνον που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, θα του δώσουμε άλλο όνομα;
Το ψωμί που κρατάς εσύ στα χέρια σου και το αποθηκεύεις, ανήκει σ' αυτόν που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στις ντουλάπες και στις ιματιοθήκες, είναι εκείνου που είναι γυμνός. Τα παπούτσια τα περίσσια είναι του ξυπόλυτου. Τα χρήματα που τα συγκεντρώνεις και τα κρύβεις στα βάθη της γης, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Επομένως τόσους αδικείς, ό­σους μπορούσες να ευεργετήσεις!

8. Καλά είναι τα λόγια, λέει ο πλούσιος, αλλά καλύτερος είναι ο χρυσός!
Αδελφοί μου, μοιάζει σαν να μιλάω στο κε­νό. Αισθάνομαι σαν κι αυτούς που κάνουν δια­λέξεις περί εγκράτειας στους πόρνους και στους ακόλαστους. Διότι αυτοί, όταν, στις ομι­λίες αυτές, διαβάλλεται και κατηγορείται μια πόρνη, φέρνουν στη μνήμη τους τις σχέσεις που είχαν μαζί της και φλέγονται από την επι­θυμία.
Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσα­να του φτωχού, για να καταλάβεις επιτέλους από πόσους μεγάλους και αβάσταχτους πό­νους θησαυρίζεις μόνο και μόνο για τον εαυ­τό σου;
Αλήθεια, πόσο μεγάλος και σπουδαίος θα σου φανεί την ημέρα της Κρίσεως ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία, η ο­ποία είναι ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσα­τε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουνα και με ντύσατε». Και πόσο μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλει όταν ακούσεις την καταδικαστική απόφαση και προτροπή: «Φύγετε μακριά από μένα καταραμένοι, πηγαίνετε στην αιώνια φω­τιά, που έχει ετοιμασθεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ». Διότι εκεί, στη Βασιλεία του Θεού, δεν εγκαλείται μόνο ο άρπαγας, αλλά καταδικάζεται και εκείνος που δεν έσκυψε να δει τις ανάγκες του πλησίον και αδελφού του.
Εγώ λοιπόν σου είπα όσα νόμιζα ότι συμ­φέρουν την ψυχή σου. Εσύ, αν όλα αυτά τα εγκολπωθείς και τα πιστέψεις, είναι ολοφάνε­ρες οι ευλογίες και οι χάριτες που θα λάβεις. Αν πάλι παρακούσεις, αναφέρεται στην Αγία Γρα­φή και η εξέλιξη και το κατάντημα που θα έχεις.
Εύχομαι να αποφύγεις αυτή την απειλητι­κή εμπειρία. Και θα την αποφύγεις, αν πά­ρεις καλές αποφάσεις. Έτσι, ο ίδιος ο πλούτος θα σου γίνει λύτρο και θα λάβεις τα ουράνια αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για σένα, με τη Χάρη Εκείνου που όλους μας κάλεσε στη Βα­σιλεία Του, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: πονηροὺς ἀγαθοὺς ποίησον ἐν τῇ χρηστότητί σου.

«Ἔτι σου δεόμεθα. Μνήσθητι, Κύριε, τῆς Ἁγίας σου Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας της ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς Οἰκουμένης καὶ εἰρήνευσον αὐτήν, ἣν περιεποιήσω τῷ τιμίῳ αἵματι τοῦ Χριστοῦ σου καὶ τὸν ἅγιον οἶκον τοῦτον στερέωσον μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν καρποφορούντων καὶ καλλιεργούντων ἐν ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις καὶ μεμνημένων τῶν πενήτων. Ἄμειψαι αὐτοὺς τοῖς πλουσίοις καὶ ἐπουρανίοις χαρίσμασι. Χάρισαι αὐτοῖς ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια, ἀντὶ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια, ἀντὶ τῶν φθαρτῶν τὰ ἄφθαρτα. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν ἐν ἐρημίαις καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν ἐν παρθενίᾳ καὶ εὐλαβεία καὶ ἀσκήσει καὶ σεμνῇ πολιτείᾳ διαγόντων… Τοὺς ἀγαθοὺς ἐν τῇ ἀγαθότητί σου διατήρησον. Τοὺς πονηροὺς ἀγαθοὺς ποίησον ἐν τῇ χρηστότητί σου. Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ περιεστῶτος λαοῦ καὶ τῶν δι΄εὐλόγους αἰτίας ἀπολειφθέντων καὶ ἐλέησον αὐτοὺς καὶ ἡμᾶς, κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου. Τὰ ταμεῖα αὐτῶν ἔμπλησον παντὸς ἀγαθοῦ... Τὰς συζυγίας αὐτῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοία διατήρησον. Τὸ γῆρας περικράτησον, τοὺς ὀλιγοψύχους παραμυθῆσαι. Τοὺς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ τοὺς ὀχλομένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐλευθέρωσον. Τοῖς πλέουσι σύμπλευσον. Τοῖς ὀδοιποροῦσι συνόδευσον. Χηρῶν πρόστηθι. Ὀρφανῶν ὑπεράσπισον. Αἰχμαλώτους ρύσαι. Νοσοῦντας ἴασαι. Τῶν ἐν βήμασι καὶ μετάλλοις καὶ ἐξορίαις καὶ πικραῖς δουλείαις καὶ πάσῃ θλίψει καὶ ἀνάγκῃ καὶ περιστάσει ὄντων μνημόνευσον, ὁ Θεός, καὶ πάντων τῶν δεομένων τῆς μεγάλης σου εὐσπλαχνίας. Καὶ τῶν ἀγαπώντων ἡμᾶς καὶ τῶν μισούντων καὶ τῶν ἐντειλαμένων ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις εὔχεσθαι ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ παντός τοῦ λαοῦ σου μνήσθητι Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἐπὶ πάντας ἔκχεον τὸ πλούσιόν σου ἔλεος, πᾶσι παρέχων τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα. Ἀμήν».
romiosini.org.gr
Πηγή υλικού: Ιερά Λαύρα Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Ο Μέγας Βασίλειος ως παιδαγωγός

Εισήγησις γενομένη την 16ην Οκτωβρίου 1979 εις το επί τη 1600ή επετείω από του θανάτου του Μεγάλου Βασιλείου συγκληθέν εν Αθήναις Διορθόδοξον θεολογικόν Συνέδριον.
Εις τον Επιτάφιον αυτού εις τον Μέγαν Βασίλειον μεταξύ των άλλων χαρακτηρισμών τους οποίους αποδίδει εις αυτόν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι και το "παιδαγωγός της νεότητος"(1). Και εξ όσων εις άλλο σημείον του Επιταφίου του αναφέρει συνάγεται, ότι χρησιμοποιεί τον όρoν όχι μόνον υπό την έννοιαν της χριστιανικής παιδαγωγίας, αλλά και της θύραθεν, την οποίαν "πολλοί των Χριστιανών διαπτύουσι ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν, κακώς ειδότες"(2).

Και όντως ο τίτλος του "παιδαγωγού" περισσότερον των δύο άλλων Καππαδοκών προσιδιάζει εις τον Βασίλειον. Όχι διότι οι άλλοι δεν είχον φοιτήσει εις ανωτέρας σχολάς, και δεν είχον διδαχθεί τας βασικάς παιδαγωγικάς αρχάς. Το υπό του υμνογράφου του Βασιλείου αναγραφόμενον

"Παιδείας γεγονώς απάσης έμπλεως/ου μόνον της κάτω και πατουμένης /πολλώ δε μάλλον της κρείττονος" (κανών, ωδή γ') θα ηδύνατο κάλλιστα να αποδοθή και εις τους ετέρους δύο Καππαδόκας. Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε παιδαγωγός διότι ήτο πρακτικώτερος των δύο άλλων. Και οι τρεις υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι, oι δύο άλλοι όμως ήσαν περισσότερον θεωρητικοί. Ας μη λησμονώμεν ότι ο Βασίλειος ουδέποτε έγραψε προς ικανοποίησιν προσωπικής ανάγκης. Ήτο κατ' εξοχήν ο ποιμήν και πάντοτε απέβλεπε εις την οικοδομήν του ποιμνίου του. Δεν είναι δε τυχαίον το γεγονός ότι τας ομιλίας του ήρχοντο να ακούσουν και αυτοί oι τεχνίται και χειρόναχτες, οπως ο ίδιος παρατηρεί προκειμένου περί των ομιλιών του εις την Εξαήμερον(3).

Εάν θα ηθέλομεν να ομιλήσωμεν περί του Μ.Βασιλείου ως παιδαγωγού υπό την ευρείαν έννοιαν θα έπρεπε να περιλάβωμεν την καθόλου δραστηριότητα αυτού ιδία δε την κηρυκτικήν. Τούτο όμως είναι αδύνατον εις τα στενά όρια της παρούσης συντόμου ομιλίας. Διά τούτο θα ομιλήσωμεν περί του Μ.Βασιλείου κυρίως ως παιδαγωγού υπό την ειδικήν έννοιαν, δηλ. ως διδασκάλου των παίδων, δεδομένου μάλιστα οτι το τρέχον έτος είναι διεθνώς αφιερωμένον εις το παιδι.

Παρ' ότι δύο μόνον εκ των έργων του μεγάλου Πατρός χαρακτηρίζονται συνήθως ως παιδαγωγικά, ο "Πρός τους νέους" λόγος του "όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων" και η ομιλία τoυ "Eις την αρχήν των Παροιμιών"-υπάρχει και το λατινιστί σωζόμενον έργον Aοmonitio aο filium spiritualem, το οποίον όμως είναι αμφιβόλου γνησιότητος(4) - παιδαγωγικάς ιδέας ευρίσκομεν εγκατεσπαρμένας εις πλείστα όσα άλλα έργα του. Αύται διαπνέονται από την βαθείαν προς τον Θεόν πίστιν του και την απέραντον αγάπην του προς τον άνθρωπον, ως δημιουργήματος του Θεού(5). Ως γνωστόν δεν ηδυνήθη μεν ούτος να συμπληρώση τας εις την Εξαήμερον ομιλίας του διαπραγματευόμενος ειδικώς τα αναφερόμενα εις την δημιουργίαν του ανθρώπου, εις άλλα όμως έργα του ομιλεί περί αυτού υπογραμμίζων την διάκρισιν ψυχής και σώματος(6) και επισημαίνων ότι μόνος εξ όλης της δημιουργίας ο άνθρωπος επλάσθη «κατ' εικόνα Θεού και ομοίωσιν και της εαυτού γνώσεως ηξιώθη, και λόγω παρά πάντα τα ζώα κατεκοσμήθη»(7) . Εις το "Περί του Αγίου Πνεύματος" έργον του ταυτίζει το "καθ' ομοίωσιν" προς τον σκοπόν της κλήσεως του ανθρώπου και υπογραμμίζει:

«Tο γαρ μη παρέργως ακούειν των θεολογικών φωνών, αλλά πειράσθαι τον εν εκάστη λέξει και εν εκάστη συλλαβή κεκρυμμένον νουν εξιχνεύειν, ουκ αργών εις ευσέβειαν, αλλά γνωριζόντων τον σκοπόν της κλήσεως ημών· ότι πρόκειται ημίν ομοιωθήναι Θεώ, κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως· η δε γνώσις εκ διδαγμάτων»(8).

Ήδη εκ του χωρίου τούτου γίνεται εμφανής η σημασία την οποίαν ο μέγας Πατήρ αποδίδει εις την χριστιανικήν παιδείαν, συγχρόνως δε και ο άρρηκτος σύνδεσμος δόγματος και ζωής, πίστεως και πράξεως. Λαμβανομένου δε υπ' όψιν ότι αληθής άνθρωπος είναι ο έσω άνθρωπος, η παιδεία αποβλέπει εις την καλλιέργειαν αυτού.

Ωραιότατα διακρίνει ο Μέγας Πατήρ μεταξύ "ημών αυτών", "των ημετέρων" και των "περί ημάς". «Ημείς αυτοί είμεθα η ψυχή και ο νους, ημέτερον είναι το σώμα και αι αισθήσεις του, περί ημάς δε χρήματα, τέχναι και λοιπή του βίου κατασκευή»(9).

Εις την καλλιέργειαν της ψυχής λοιπόν αποβλέπει η παιδεία, η οποία χαρακτηρίζεται υπό του Μ. Βασιλείου ως «αγωγή τις ωφέλιμος τη ψυχή, επιπόνως πολλάκις των από κακίας κηλίδων αυτήν εκκαθαίρουσα, ήτις 'προς μεν το παρόν ου δοκεί χαράς είναι αλλά λύπης, ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν τοις δι' αυτής γεγυμνασμένοις αποδίδωσιν εις σωτηρίαν'»(10), συμφώνως προς όσα γράφονται και εις την προς Εβραίους επιστολήν (ιβ' 11 ).

Εις την ομιλίαν του "Εις την αρχήν των Παροιμιών", εκ της οποίας είναι ειλημμένον και το ανωτέρω χωρίον, παρατηρεί ο Μ.Βασίλειος ότι ο όρος χρησιμοποιείται και υπό την έννοιαν της "των μαθημάτων αναλήψεως"(11). Εις την περίπτωσιν όμως αυτήν ποιείται διάκρισιν μεταξύ ωφελίμου και βλαβεράς παιδείας. Εκείνο, λέγει, το οποίον απαιτείται είναι "η της παιδείας επίγνωσις"(12)

Προκειμένου περί της αληθούς παιδείας παρατηρεί ότι είναι "πολλών χρημάτων τιμιωτέρα"(13). Αύτη "νουθετεί τον άτακτον", "τoν αφηνιαστήν επανάγει". "Αναγκαίον γνώναι της παιδείας την δύναμιν προς όσα εστί λυσιτελής"(14).Τούτο όμως δεν επιτυγχάνεται ευκόλως, "oυ της τυχούσης έστι διανοίας". "Πολλοί το της εκβάσεως ωφέλιμον υπό αμαθίας ουκ αναμένουσιν, αλλά δυσανασχετούντες... τοις της αμαθίας αρρωστήμασιν εναπέμειναν"(15).

Το βιβλίον των Παροιμιών, το πρώτον τής τριλογίας (Παροιμίαι, 'Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων), αντιστοιχεί προς το πρώτον στάδιον της πνευματικής πορείας της ψυχής. "Ο τας Παροιμίας πεπαιδευμένος" λέγει ο Αγ. Βασίλειος εις την ομιλίαν του "Εις την αρχήν των Παροιμιών", "γνώσεται τις η κίβδηλος και νενοθευμένη και τις η αληθινή και άδολος δικαιοσύνη"(16). Και εις άλλο σημείον παρατηρεί: «Ο δε την αληθή δικαιοσύνην μη έχων προεναποκειμένην αυτού τη ψυχή, αλλ' ή χρήμασι διεφθαρμένος, ή φιλία χαριζόμενος ή έχθραν αμυνόμενος ή δυναστείαν δυσωπούμενος, το κρίμα κατευθύνειν ου δύναται...Έλεγχος γαρ της του δικαίου διαθέσεως η περί το κρίνειν ορθότης»(17).

Προς τούτο όμως είναι απαραίτητος η παιδεία. «Αμήχανον γαρ τον μη προπαιδευθέντα περί του δικαίου δύνασθαι τας αμφισβητήσεις ορθώς διακρίναι»(18) λέγει εις την ιδίαν ομιλίαν.

Πριν όμως έλθωμεν εις το θέμα των μέσων διά των οποίων καλλιεργείται η εύπλαστος ψυχή του ανθρώπου και ειδικώτερον των νέων ας ίδωμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται αύτη.

Εις την Θ' ομιλίαν του εις την Εξαήμερον ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί: «Ορεκτική του οικείου κάλλους και κατά φύσιν αυτή αδιδάκτως εστίν η ψυχή»(19). Και εις τους " Όρους κατά πλάτος" αναγράφει: «Toυ θείου πόθου ουκ έξωθέν εστιν η μάθησις· αλλ' ομού τη συστάσει του ζώου, του ανθρώπου φημί, σπερματικός τις λόγος ημίν εγκαταβέβληται οίκοθεν έχων τας αφoρμάς της προς το αγαθόν οικειώσεως»(20). Αι αρεταί δε ως η "σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ανδρεία και φρόνησις είναι οικειότερα τη ψυχή μάλλον ή τω σώματι η υγεία»(21). Και εις την "Εις την αρχήν των Παροιμιών" ομιλίαν του παρατηρεί ότι «έχομεν παρ' εαυτοίς κριτήριον φυσικόν, δι'ου τα καλά των πονηρών διακρίνομεν»(22). Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι η πραγματοποίησις της αρετής είναι ευχερής. Εις την ομιλίαν του "Εις τον Α' ψαλμόν" αναγράφει ο Μ.Βασίλειος· «δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων»(23). Και εις την "Εις το Άγιον Βάπτισμα" ομιλίαν του ερωτά: «Tι δε των αγαθών εύκολον; Τις καθεύδων τρόπαιον έστησε; Τις τρυφών και καταυλούμενος τοις της καρτερίας στεφάνοις κατεκοσμήθη; Ουδείς μη δραμών ανείλετο το βραβείον. Πόνοι γεννώσι δόξαν, κάματοι προξενούσι στεφάνους»(24).

Εις τα ανωτέρω λεχθέντα δεν υπάρχει αντίθεσις. Διότι ναι μεν φυσική κατάστασις της ψυχής είναι η "υπερφυσική" θα ελέγομεν σήμερον, η παρά τω Θεώ, η πτώσις όμως είχε τας συνεπείας αυτής. «Εκακώθη η ψυχή παρατραπείσα του 'κατά φύσιν'» λέγει εις την ομιλίαν του «Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός»(25). Διά τον μεταπτωτικόν άνθρωπον ισχύει το ότι «η ημετέρα φύσις ίσην έχει την εφ' εκάτερα ροπήν και πολλάκις μεν προς το πονηρόν πολλάκις δε προς το αγαθόν αποκλίνει»(26). Εκ του ανθρώπου εξαρτάται εάν ο θυμός θα κινηθή προς ανδρείαν και υπομονήν και εγκράτειαν ή «παρά τον ορθόν λόγον ενεργών» θα γίνη «μανία»(27).

Εις το έργον "Ερμηνεία εις τον προφήτην Ησαΐαν", του οποίου η γνησιότης υπό πολλών αμφισβητείται, η ψυχή παρομοιάζεται προς αμπελώνα, ο οποίος πρέπει να δώση καρποφορίαν «αξίαν της εξ αρχής φυτείας και της του Θεού γεωργίας»(28). Kαι συνεχίζει: «Εφυτεύθη γαρ αληθινή κατ' εικόνα του αληθινού Θεού γενομένη· γεωργείται δε ταις κατά μέρος επιμελείαις του κτίσαντος, ος τον καρπόν καθαίρει, ίνα πλείονα καρπόν φέρη»(29).

Ήδη εις το χωρίον αυτό υπογραμμίζεται ο θείος παράγων. Όπως παρατηρεί και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εις το δεύτερον έργον της τριλογίας του, τον "Παιδαγωγόν", κατ' εξοχήν παιδαγωγός είναι ο Λόγος, «o διά παραινέσεων θεραπεύων τα παρά φύσιν της ψυχής πάθη»(30).

Η θεία παιδαγωγία χρησιμοποιεί και αυτά ακόμη τα άψυχα αντικείμενα προς τον σκοπόν όπως διδάξη τον άνθρωπον. Εις την Α' ομιλίαν του εις την Εξαήμερον παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος ότι ο κόσμος είναι «ψυχών λογικών διδασκαλείον και θεογνωσίας παιδευτήριον, διά των ορωμένων και αισθητών χειραγωγίων τω νω παρεχόμενος προς την θεωρίαν των αοράτων»(31).

Περί του πρωταρχικού ρόλου του θείου παράγοντος εν τω έργω της αγωγής θα επανέλθωμεν όταν ευθύς κατωτέρω θά κάμωμεν λόγον διά τα μέσα της αγωγής.

Πάντως και ο ανθρώπινος παράγων υπογραμμίζεται υπό του" μεγάλου Πατρός επαρκώς, η όλη δε προσπάθεια του ανθρώπου παρομοιάζεται προς την κλίμακα του Ιακώβ, την οποίαν "διά της κατ' ολίγον προκοπής" είναι δυνατόν να ανέλθη ο άνθρωπος εις όσον ύψος είναι "έφικτόν τη ανθρωπίνη φύσει"(32).

Μετά ταύτα ας έλθωμεν εις τα μέσα και τας μεθόδους της αγωγής:

Και εν πρώτοις αναφέρομεν την διδασκαλίαν. Υπενθυμίζομεν το χωρίον συμφώνως προς το οποίον ο σκοπός της κλήσεως ημών δηλ. η ομοίωσίς μας προς τον Θεόν δεν επιτυγχάνεται «άνευ γνώσεως. Η δε γνώσις εκ διδαγμάτων»(33). Ευθύς δε εν συνεχεία προσθέτει: «Λόγος δε, διδασκαλίας αρχή»(34).

Από πού όμως θα αντλήση ο νέος και γενικώτερον ο άνθρωπος τα διδάγματα αυτά; Κατά πρώτον και κύριον λόγον από την Αγίαν Γραφήν, χωρίς όμως τούτο να σημαίνη απόρριψιν της θύραθεν παιδείας.

Εις το έργον του "Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων"(35) χαράσσεται η μέση και ορθή οδός μεταξύ της υπερεκτιμήσεως της θύραθεν παιδείας και της απορρίψεως αυτής. Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί την κλασσικήν παιδείαν ως προθάλαμον δια την είσοδον εις την αληθή σοφίαν, δηλ. την ευαγγελικήν αλήθειαν(36). Εις το έργον τούτο, το οποίον ως γνωστόν έχει γνωρίσει την μεγαλυτέραν κυκλοφορίαν από οιονδήποτε άλλο πατερικόν έργον, ο μέγας Πατήρ ομιλεί με πολλήν απλότητα και καλωσύνην, δημιουργεί μιαν ατμόσφαιραν οικειότητος, θραύει με άλλους λόγους το φράγμα, το οποίον χωρίζει τας γενεάς. Βεβαίως γεννάται το θέμα κατά πόσον εις τα σχολεία που υπήρχον μέσα εις τας μονάς προσεφέρετο η κλασσική παιδεία. Και είναι γεγονός ότι οι πλείστοι πατρολόγοι δέχονται ότι το προαναφερθέν έργον εγράφη προς νέους oι οποίοι εφοίτων ήδη εις εθνικάς σχολάς, ασχέτως του αν ούτοι ήσαν ανεψιοί του μεγάλου Πατρός ή όχι. Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Κ. Μπόνης δι' ανακοινώσεώς του προ τετραετίας εις το Ζ' Διεθνές Πατρολογικόν Συνέδριον της Οξφόρδηs όχι μόνον ηρνήθη ότι το έργον εστάλη υπό του Μ. Βασιλείου προς ανεψιούς του φοιτώντας εις εθνικάς σχολάς, αλλ' ισχυρίσθη ότι αποτελεί ομιλίαν εκφωνηθείσαν ενώπιον ακροατηρίου νέων, προτιθεμένων να ιερωθώσιν ή να επιδοθώσιν, εις την σώζουσαν άσκησιν(37). Εις επίρρωσιν της επόψεως ταύτης έρχεται και η γνώμη του J. Gribomont συμφώνως προς την οποίαν το έργον αποτελεί κατ' ουσίαν "Απολογίαν" υπέρ της χριστιανικής ασκήσεως εν ευρυτέρα εννοία επί τη βάσει παραδειγμάτων εκ της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και Φιλοσοφίας (38).

Παρ' ότι δεν γνωρίζομεν λεπτομερείας περί του προγράμματος σπουδών, των παρά τας μονάς σχολείων, πρέπει να δεχθώμεν ότι παραλλήλως προς το εκ της Αγ. Γραφής κατάλληλον διδακτικόν υλικόν προσεφέροντο και διδακτικαί ιστορίαι και εκ των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και εξ αυτής της φυσικής ιστορίας και μάλιστα της ζωολογίας. Ας μη λησμονώμεν ότι και αυτός ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί εις τας ομιλίας του παραδείγματα εκ του φυσικού κόσμου κατάλληλα προς φρονιματισμόν των νέων.

Ιδιαιτέρως εξαίρεται υπό του μεγάλου Πατρός η σημασία των Ψαλμών. Εις την ομιλίαν του εις τον Α' ψαλμόν αναγράφει ούτος τα εξής:

«Επειδή γαρ είδε το Πνεύμα το Άγιον δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων και διά το προς ηδονήν επιρρεπές του ορθού βίου καταμελούντας ημάς· τι ποιεί; Το εκ της μελωδίας τερπνόν τοις δόγμασιν εγκατέμιξεν, ίνα τω προσηνεί και λείω της ακοής το εκ των λόγων ωφέλιμον λανθανόντως υποδεξώμεθα· κατά τους σοφούς των ιατρών, οι, των φαρμάκων τα αυστηρότερα πίνειν διδόντες τοις κακοσίτοις, μέλιτι πολλάκις την κύλικα περιχρίουσι. Διά τούτο τα εναρμόνια ταύτα μέλη των ψαλμών ημίν επινενόηται, ίνα οι παίδες την ηλικίαν, ή και όλως οι νεαροί το ήθος, τω μεν δοκείν μελωδώσι, τη δε αληθεία, τας ψυχάς εκπαιδεύωνται. Ούτε γαρ αποστολικόν τις ούτε προφητικόν παράγγελμα των πολλών και ραθύμων ραδίως ποτέ τη μνήμη κατασχών απήλθε· τα δε των ψαλμών λόγια και κατ' οίκον μελωδούσι και επί της αγοράς περιφέρουσι· και που τις των σφόδρα εκτεθηριωμένων υπό θυμού, επειδάν άρξηται τω ψαλμώ κατεπάδεσθαι, απήλθεν ευθύς, το αγριαίον της ψυχής τη μελωδία, κατακοιμίσας»(39).

Ωραιότατον χωρίον εκ του οποίου συνάγεται το δίδαγμα ότι ο άνθρωπος ως ψυχοσωματικόν ον έχει ανάγκην ικανοποιήσεως και αυτών των αισθητηρίων. Επίσης τονίζει ότι ό,τι λαμβάνεται κατά τρόπον ευχάριστον διατηρείται μονιμώτερον, ειδικώτερον δε προκειμένου περί των νέων, ότι η συχνή επανάληψις των λόγων των Ψαλμών και μάλιστα κατά μελωδικόν τρόπον συντελεί εις την "εντύπωσιν" αυτών εις τας ψυχάς των.

Ομιλούντες γενικώτερον περί της αγωγής η οποία δίδεται εις το σχολείον κατά τον Μέγαν Βασίλειον αναφέρομεν ότι χρονικώς αύτη συμπίπτει με την έναρξιν της δευτέρας εκ των τριών εβδομάδων ετών εις τας οποίας διαιρείται η ζωή του νέου, δηλ. την των παίδων (η πρώτη εβδομάς συνιστά την νηπιακήν και η τρίτη την εφηβικήν ηλικίαν ) (40).

Κατά τον Μέγαν Βασίλειον το διδασκαλείον πρέπει να ευρίσκεται εις ήσυχον μέρος (41), ο διδάσκων πρέπει να προσπαθή να ελκύση την εμπιστοσύνην των μαθητών του. «Αξιοπιστία του διδάσκοντος ευπαράδεκτον μεν τον λόγον καθίστησι, προσεχεστέρους δε τους διδασκομένους παρασκευάζει» λέγει εις την ομιλίαν του "Εις την αρχήν των Παροιμιών"(42). Πρέπει ούτος επίσης να είναι σαφής και σύντομος όχι όμως τόσον, ώστε να μη προλάβουν να συγκρατήσουν οι μαθηταί αυτά που λέγει. Να μη ομιλή συγχρόνως διά πολλά, να επαναλαμβάνη αυτά που λέγει, να μη προσπαθή να αποδείξη τα απλά και αυταπόδεικτα διότι θα καταστή καταγέλαστος, να στηρίζεται εις τα γνωστά, να χρησιμοποιή πολλά παραδείγματα και γενικώς να διδάσκη εποπτικώς, δεδομένου ότι τα πράγματα είναι των ονομάτων ισχυρότερα (43).

Ποίος δύναται να αρνηθή την παιδαγωγικήν αξίαν όλων όσα υπογραμμίζει ο Μέγας Βασίλειος;

Δεν πρέπει όμως να παραλείψωμεν να αναφέρωμεν ότι ο μέγας Πατήρ είναι και πρόδρομος του επαγγελματικού προσανατολισμού. Παρακινεί τους γονείς και διδασκάλους να στέλλουν όσα εκ των τέκνων των έχουν κλίσιν εις τας διαφόρους τέχνας (υφαντικήν, σκυτοτομικήν, οικοδομικήν, χαλκευτικήν κλπ.) εις τους καταλλήλους τεχνίτας (44). Εις τους " Όρους κατ' επιτομήν" παρατηρεί: «Δει μέντοιγε μετά πολλής περισκέψεως δοκιμάζεσθαι προς τι έκαστος επιτηδείως έχει, και ούτως εγχειρίζεσθαι οτιούν έργον»(45). Τα όσα αναγράφει αναφέρονται ειδικώτερον εις τους νέους οι οποίοι ανετρέφοντο εις τας μονάς (46) χωρίς τούτο όμως να περιορίζη την σημασίαν των γραφομένων. Οι νέοι ούτοι έπρεπε να διαμένουν εις ίδιον οίκημα, να συμπροσεύχωνται όμως μετά των πρεσβυτέρων διότι τούτο ήτο δι' αμφοτέρους ωφέλιμον(47). Είναι αξιοπρόσεκτον το ότι ενδιαφέρεται δι' όλα, και ομιλεί και δι' αυτήν ακόμη την τροφήν και την ανάπαυσιν των νέων(48). Επίσης ο μέγας Πατήρ τονίζει οτι η επιτήρησις προς αυτούς δεν έπρεπε να έχη την μορφήν καταπιέσεως(49).

Δεν πρέπει να παραλείψωμεν να υπογραμμίσωμεν και την σημασίαν την οποίαν αποδίδει ο Μέγας Βασίλειος τόσον εις τας ποινάς όσον και εις τας αμοιβάς.

Και προκειμένου περί των ποινών τονίζει ούτος ότι αύται πρέπει να είναι ανάλογοι του παραπτώματος.

Απαντών ο μέγας Πατήρ εις την ΙΕ' ερώτησιν των "Κατά πλάτος" όρων του «Από ποίας ηλικίας επιτρέπειν χρη καθομολογείν εαυτούς τω Θεώ και την της παρθενίας ομολογίαν πότε βεβαίαν ηγείσθαι»(50), εκ της οποίας λαμβάνει αφορμήν και ομιλεί γενικώτερον περί της αγωγής των παίδων, λέγει ότι αι θεραπείαι πρέπει να είναι «οικείαι εκάστω πταίσματι, ώστε το αυτό και επιτίμησιν έχειν του αμαρτήματος, και γυμνάσιον απαθείας τη ψυχή γίνεσθαι»(51). Και συνεχίζει ολίγον κατωτέρω:

«Ήψατο βρωμάτων παρά καιρόν; επί πλείστον της ημέρας απρόσιτος έστω. Αμετρίαν ή άσχημοσύνην σιτούμενος κατεγνώσθη; κατά τον καιρόν της τροφής ειργόμενος των σιτίων, οράν τους άλλους κατ' επιστήμην εσθίοντας αναγκαζέσθω, ωστε και κολάζεσθαι τη αποχή και διδάσκεσθαι την σεμνότητα. Λόγον αφήκεν αργόν, ύβριν εις τον πλησίον, ψεύδος, άλλο τι των απηγορευμένων; Τη τε γαστρί και τη σιωπή σωφρονιζέσθω»(52).

Ο μέγας Πατήρ δέχεται και αυτάς τας σωματικάς ποινάς. Εις την εις την αρχήν των Παροιμιών ομιλίαν του παρατηρεί ότι οι μαθηταί γίνονται προσεκτικώτεροι ύστερα από το ξύλον που τους δίδουν οι διδάσκαλοι(53). Και συνεχίζει: «Και ο αυτός λόγος προ μεν του πληγών ουκ ηκούετο, μετά δε τας εκ των μαστίγων οδύνας, ως άρτι των ώτων διανοιγέντων και παρεδέχθη τη ακοή και διεφυλάχθη τη μνήμη»(54).

Δεν πρέπει όμως να φαντασθώμεν ότι οι νέοι υφίσταντο βασανιστήρια. Τα συμφραζόμενα τα οποία τον κάμνουν να χρησιμοποιή αυτό το παράδειγμα είναι η τιμωρία των αμαρτωλών, οι οποίοι δεν δέχονται το θέλημα του Θεού(55). Ως βάσιν δε ο Μέγας Βασίλειος έχει το χωρίον του προφήτου Ησαΐου: «H παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα»(56).

Παραλλήλως προς τας ποινάς ο Μέγας Βασίλειος υπογραμμίζει και την σημασίαν των αμοιβών. Πρέπει λέγει «άθλα μνήμης ονομάτων τε και πραγμάτων» να προτίθενται εις αυτούς «ώστε μετά τερπνότητος και ανέσεως αλύπως» να επιτυγχάνεται ο σκοπός(57).

Ο μέγας Πατήρ δεν κάμνει αξιολογικήν διάκρισιν αρρένων και θηλέων. «Mια γαρ αρετή ανδρός και γυναικός επειδή και η κτίσις αμφοτέροις ομότιμος και ο μισθός ο αυτός αμφοτέροις» λέγει εις την ομιλίαν του εις τον Α' ψαλμόν(58). Όχι μόνον «στρατεύεται και το θήλυ παρά Χριστώ τη ψυχική ανδρεία καταλεγόμενον εις την στρατείαν»(59) αλλά και «πολλαί γυναίκες ηρίστευσαν ανδρών ουκ έλαττον. Εισί δε αι και μειζόνως ευδοκίμησαν»(60).

Ο Μέγας Βασίλειος δεν απαγορεύει την σωματικήν άσκησιν, παρ' ότι βεβαίως καταδικάζει πάσαν υπέρμετρον απασχόλησιν με το σώμα, και υπογραμμίζει τον "νόμον της σωφροσύνης", εις τον οποίον πρέπει να υπακούουν οι αγωνιζόμενοι εις τας παλαίστρας(61). Σημειωτέον ότι εις την 74ην επιστολήν του εκφράζει την λύπην του διότι εις την πατρίδα του έκλεισαν τα γυμναστήρια (62).

Αναφερόμενος ούτος εις την πλατωνικήν εικόνα συμφώνως προς την ο ποίαν το σώμα είναι δεσμωτήριον της ψυχής παρατηρεί ότι δεν πρέπει να πληρούται τροφής υπέρ το μέτρον, διότι διά του τρόπου τούτου το δεσμωτήριον καθίσταται βαρύτερον(63).

Είναι αδύνατον ελλείψει χρόνου να ομιλήσωμεν διά τα μαθήματα, τα οποία συνιστά να διδάσκωνται (Ιστορία, Φυσική, Γεωμετρία, Αριθμητική, Αστρονομία(64) -όταν κατηγορεί την αστρονομίαν αναφέρεται εις την αστρολογίαν) και διά τον τρόπον της διδασκαλίας, ο οποίος και μέχρι πρό τινος εφηρμόζετο (δεικνύεται το σχήμα και ο τρόπος προφοράς των γραμμάτων και εν συνεχεία γίνεται ο σχηματισμός των συλλαβών και των λέξεων)(65). Υπενθυμίζομεν μόνον ότι ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι η διδασκαλία πρέπει να γίνεται "μετά τέρψεως"(66). Και το βιβλίον ακόμη πρέπει να είναι ευχάριστον, συγχρόνως όμως "απλούν και ακατάσκευον" έχον την δύναμιν "εν τοις πράγμασι" όπως αναγράφει εις την 135ην επιστολήν του προς τον πρεβύτερον Αντιοχείας Διόδωρον(67).

Διά να εκτιμήσωμεν καλύτερον τα όσα διδάσκει ο μέγας Βασίλειος περί των νέων, και τα οποία απορρέουν από την μεγάλην του προς αυτούς αγάπην πρέπει να σκεφθώμεν ποία γενικώτερον ήτο η θέσις αυτών εις τον αρχαίον κόσμον. Αυτός ο μέγας φιλόσοφος της αρχαιότητος Αριστοτέλης θέτει επί του αυτού επιπέδου τους δούλους, τας γυναίκας και τα τέκνα, διότι οι μεν πρώτοι εστερούντο βουλήσεως, αι δεύτεραι εστερούντο δυνάμεως και τα τέκνα ήσαν ατελή («ο μεν γαρ δούλος όλως ουκ έχει το βουλευτικόν, το δε θήλυ έχει μεν αλλ' άκυρον, ο δε παις έχει μεν αλλ' ατελές»(68).

Βεβαίως από της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου η νομοθεσία περιώριζε την εξουσίαν του πατρός. Πάντως εάν δεν είχε δικαίωμα να φονεύση είχε δικαίωμα να πωλήση το παιδί του, όταν ευρίσκετο εις κατάστασιν ανάγκης. Είναι πολύ συγκινητικός ο μονόλογος του πατρός που ευρίσκεται εις αμηχανίαν ποίον εκ των τέκνων του να πωλήση και τον οποίον ωραιότατα διατυπώνει ο Μ. Βασίλειος εις την ομιλίαν του «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και περί πλεονεξίας»(69).

Βεβαίως εν διάταγμα των Ουαλεντινιανού, Ουάλεντος και Γρατιανού το 374 κατεδίκαζε την εγκατάλειψιν των τέκνων(70), την οποίαν αργότερον o Ιουστινιανός εχαρακτήρισεν ως φόνον(71). Πάντως ο νόμος δεν κατωχύρωνε τα δικαιώματα των τέκνων, αλλά μάλλον ετιμώρει ωρισμένα εγκλήματα. Πολλώ μάλλον δεν εξησφάλιζε μίαν ελευθέραν αγωγήν και παιδείαν.

Εις μίαν τοιαύτην εποχήν έρχεται ο Μ. Βασίλειος να υπογραμμίση τα δικαιώματα των τέκνων, το δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα της ελευθερίας, το δικαίωμα της εκ μέρους των γονέων ορθής ανατροφής.

Περί τούτων συνοπτικώτατα ομιλούμεν ευθύς αμέσως εις το τελευταίον τμήμα της ομιλίας μας όπου ο λόγος περί της θρησκευτικής αγωγής, η οποία αποτελεί το θεμέλιον και την προϋπόθεσιν πάσης άλλης αγωγής(72).

Η θρησκευτική αγωγή αρχίζει από τους γονείς πριν ή τα τέκνα των μεταβούν εις το σχολείον διά της αφηγήσεως βιβλικών ιστοριών, αργότερον δε και διά της αναγνώσεως αυτού του ιερού κειμένου, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι τούτο ήτο τότε περισσότερον καταληπτόν από ότι σήμερον(73). Εις τα "Ηθικά" του και εις τον 76ον όρον καλεί τους γονείς να εκτρέφουν τα τέκνα των συμφώνως προς όσα λέγει και ο Απ.Παύλος εις την προς Εφεσίους επιστολήν του «μετά πραότητος και μακροθυμίας, μηδεμίαν πρόφασιν το όσον επ' αυτοίς διδόναι οργής και λύπης»(74). Προ πάντων όμως πρέπει ούτοι να διδάσκουν διά του παραδείγματός των(75), το οποίον είναι η πλέον εύγλωτος διδασκαλία.

«Ευπλαστον ουν έτι ούσαν και απαλήν την ψυχήν και ως κηρόν ευεικτον, ταις των επιβαλλομένων μορφαίς ραδίως εκτυπουμένην, προς πάσαν αγαθών άσκησιν ευθύς εξ αρχής ενάγεσθαι χρη· ώστε του λόγου προσγενομένου και της διακριτικής έξεως προσελθούσης δρόμον υπάρχειν εκ των εξ αρχής στοιχείων και των παραδοθέντων της ευσεβείας τύπων, του μεν λόγου το χρήσιμον υποβάλλοντος του δε έθους ευμάρειαν προς το κατορθούν εμποιούντος»(76).

Εις την ερμηνείαν του εις τον ΜΔ' ψαλμόν, αναπτύσσων το χωρίον του 6ου στίχου "τα βέλη σου ηκονημένα δυνατέ" παρατηρεί· «Βέλη του δυνατού ηκονημένα εστίν οι εύστοχοι λόγοι, οι καθικνούμενοι της καρδίας των ακροωμένων, βάλλοντες και τιτρώσκοντες τας ευαισθήτους ψυχάς»(77).

Η θρησκευτική αγωγή όμως είναι αγωγή ελευθερίας. Ο Μέγας Βασίλειος δεικνύει ιδιαίτερον σεβασμόν προς την προσωπικότητα και ελευθερίαν του παιδιού.

Εις τήν 276ην επιστολήν του απευθυνόμενος προς τον εθνικόν Αρμάτιον, του οποίου ο υιός είχε γίνει χριστιανός, και ο οποίος καταχρώμενος της πατρικής εξουσίας ήθελε να τον επαναφέρη εις την ειδωλολατρίαν, παρατηρεί ότι πρέπει να θαυμάση το γενναίον της ψυχής του «ότι και φόβου και θεραπείας πατρικής προτιμώτερον έθετο διά της αληθούς επιγνώσεως και του κατ' αρετήν βίου οικειωθήναι Θεώ»(78).

Εις τους γονείς δε οι οποίοι έσπευδον να στείλουν τας θυγατέρας των εις τα μοναστήρια, ενίοτε μάλιστα αποβλέποντες και εις ίδιον όφελος, ο Μ.Βασίλειος χρησιμοποιεί ανάλογον γλώσσαν παρατηρεί δε ότι «τας ομολογίας τότε εγκρίνομεν, αφ' ούπερ αν η ηλικία την του λόγου συμπλήρωσιν έχη»(79). Αναφερόμενος ο μέγας Πατήρ εις το θέμα της προετοιμασίας διά τον γάμον λέγει ότι ημπορούν οι νέοι να εκλέγουν σύζυγον πρέπει όμως να έχουν την συγκατάθεσιν των γονέων των(80). Ουδόλως όμως κατά τον Μ.Βασίλειον ηδύνατο ο πατέρας να επιβάλη διά της βίας εις την κόρην του να υπανδρευθή κάποιον, πράγμα το οποίον σημειωτέον ο νόμος δεν ημπόδιζε. Ας μη λησμονώμεν δε ότι την ιδίαν εποχήν εις την Δύσιν ο Άγ.Αμβρόσιος έλεγε ότι η κόρη έπρεπε να υπανδρευθή διά κλειστών οφθαλμών εκείνον τον οποίον οι γονείς θα της έδιδον(81).

Εθίξαμε το λίαν ενδιαφέρον θέμα της σχέσεως γονέων και τέκνων κατά τον Μ. Βασίλειον. Δυστυχώς ο χρόνος δεν επαρκεί διά να το αναπτύξωμεν. Δεν ημπορούμε όμως να μη αναφέρωμεν ωρισμένας από τας ωραίας εκείνας εικόνας που χρησιμοποιεί διά να κάμη φανεράν την σχέσιν αυτήν και να υπογραμμίση τα εξ αυτής απορρέοντα καθήκοντα. Αντλεί εκ του ζωικού βασιλείου παραδείγματα είτε προς μίμησιν είτε προς αποφυγήν. Οι γονείς, οι οποίοι εγκαταλείπουν τα τέκνα των, γράφει εις την Η' ομιλίαν του εις την Εξαήμερον, ομοιάζουν με τους αετούς, οι οποίοι απομακρύνουν από κοντά των το εν από τα δύο νεογέννητα, διότι δεν ημπορούν να αναθρέψουν και τα δύο. «Αδικώτατος περί την των εκγόνων εκτροφήν ο αετός. Δύο γαρ εξαγαγών νεοσσούς, τον έτερον αυτού εις γην καταρρήγνυσι ταίς πληγαίς των πτερών απωθούμενος· τον δε έτερον μόνον αναλαβών, οικειούται, διά το της τροφής επίπονον αποποιούμενος, ον εγέννησεν»(82). Και προσθέτει· «Τοιούτοι των γονέων oι επί προφάσει πενίας εκτιθέμενοι τα νήπια»(83). Παραλλήλως όμως υπογραμμίζει και το παράδειγμα της φήνης, ενός είδους θαλασσίου αετού, η οποία «υπολαβούσα αυτόν (δηλ. τον εγκαταλειφθέντα νεοσσόν) τοις οικείοις εαυτής νεοσσοίς συνεκτρέφει»(84).

Οι γονείς επομένως πρέπει να σέβωνται και την ζωήν και την ελευθερίαν των τέκνων των, και αντιστοίχως βεβαίως τα τέκνα πρέπει να αγαπούν και να σέβωνται τους γονείς των.

Εις την Θ' ομιλίαν του εις την Εξαήμερον λαμβάνων αφορμήν πάλιν εκ της προς Εφεσίους επιστολής του Απ.Παύλου παρατηρεί: «Μη και η φύσις ταύτα ου λέγει; Ουδέν καινόν παραινεί Παύλος αλλά τα δεσμά της φύσεως επισφίγγει. Eι η λέαινα στέργει τα εξ αυτής και λύκος υπέρ σκυλάκων μέχεται, τι είπη άνθρωπος και της εντολής παρακούων και την φύσιν παραχαράσσων, όταν ή παις ατιμάζη γήρας πατρός, ή πατήρ διά δευτέρων γάμων των προτέρων παίδων επιλανθάνεται»(85). Αναφερόμενος δε εις τα καθήκοντα των τέκνων λέγει εις την ομιλίαν του "Εν λιμώ και αυχμώ". «Mη ποίει τα των ανοήτων παίδων, οι παρά διδασκάλου επιτιμηθέντες τας δέλτους εκείνου καταρηγνύουσιν· πατρός δε δι' ωφέλειαν και τροφήν υπερθεμένου (όταν αναβάλη δηλ. να τους δώση την τροφήν) την εσθήτα κατασπαράττουσιν ή το της μητρός πρόσωπον τοις όνυξι καταξαίνουσι»(86). Και εις τα "Ηθικά" παρατηρεί «ότι δει τα τέκνα τιμάν τους γονείς και υπακούειν εν πάσιν αυτοίς, εν οις αν εντολή Θεού μη εμποδίζηται»(87) αναφέρεται δε εις το 2ον κεφ. του "Κατά Λουκάν" ευαγγελίου, όπου αναγράφεται ότι ο Ιησούς κατέβη μετά των γονέων του εις Ναζαρέτ και ην υποτασσόμενος αυτοίς.

Ωραιότατον αλλά και αρκετά γνωστόν είναι και το εκ των πελαργών παράδειγμα, το οποίον δεικνύει την αγάπην των πτηνών αυτών προς τους γέροντας γονείς των. «Η δε περί τους γηράσαντας των πελαργών πρόνοια εξήρκει τους παίδας ημών ή προσέχειν εβούλοιντο, φιλοπάτορας καταστήσαι»(88). Και συνεχίζει υπογραμμίζων ότι δεν πρέπει να φανώμεν κατώτεροι των αλόγων αυτών πτηνών, τα οποία όταν γηράση και απωλέση ο πατήρ των τας πτέρυγας «παριστάντες εν κύκλω τοις οικείοις πτεροίς διαθάλπουσι, και τας τροφάς αφθόνως παρασκευάσαντες την δυνατήν και την εν πτήσει παρέχονται βοήθειαν»(89). Τούτο δε, λέγει εν τέλει είναι τόσον γνωστόν, ώστε μερικοί την ανταπόδοσιν των ευεργεσιών την ονομάζουν αντιπελάργωσιν(90).

Αλλά και άλλα παραδείγματα εκ του ζωικού βασιλείου αναφέρει ο Μ. Βασίλειος διά να καταλήξη εις το συμπέρασμα ότι ο λογικός άνθρωπος δεν πρέπει να αποδειχθή αλογώτερος και απανθρωπότερος των αλόγων ζώων(91).

Η θρησκευτική αγωγή, κατά τον Μ.Βασίλειον, η οποία αποβλέπει όχι απλώς εις την μόρφωσιν αλλά εις την μεταμόρφωσιν του ανθρώπου είναι έργον το οποίον ο άνθρωπος δεν δύναται να επιτελέση μόνος, δια των ιδίων αυτού δυνάμεων. Απαιτείται «η του Πνεύματος συνέργεια»(92). Διά του Αγ.Πνεύματος oι άνθρωποι γίνονται πνευματικοί. Είναι όμως απαραίτητος, ως είδομεν(93), και η θέλησις και η προσπάθεια του ανθρώπου.

Εις το "Περί του Αγίου Πνεύματος" έργον του ο μέγας Πατήρ αναγράφει: «Αναγκαία τοίνυν εστίν η προς τελείωσιν ζωής, η Χριστού μίμησις(94), ου μόνον εν τοις κατά τον βίον υποδείγμασιν αοργισίας και ταπεινοφροσύνης και μακροθυμίας, αλλά και αυτού του θανάτου, ως Παύλος φησιν μιμητής του Χριστού, 'συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού, ει πως καταντήσω εις την εκ νεκρών εξανάστασιν' »(95).

Σημαντικόν χωρίον διά του οποίου επισημαίνεται ο ρόλος των μυστηρίων της Εκκλησίας εις το έργον της αγωγής και της τελειώσεως καθόλου του ανθρώπου. Η μίμησις του Χριστού δεν είναι κατά τον Μ.Βασίλειον εξωτερική απομίμησις ωρισμένων τύπων αλλά "συμμόρφωσις τω θανάτω", βίωσις του μυστηρίου της σωτηρίας, συμμετοχή εις τον θάνατον και την ανάστασιν του Χριστού(96).

Η αγωγή την οποίαν κηρύσσει ο Μ.Βασίλειος είναι χριστοκεντρική και διά τούτο πάντοτε επίκαιρος.

Αντί επιλόγου και δεδομένου ότι διά της εισηγήσεως ταύτης κλείει η σειρά των ομιλιών επί τη 16η εκατονταετηρίδι από του θανάτου του μεγάλου Πατρός ας μας επιτραπή να εκφράσωμεν μίαν ευχήν.

Η μορφή του Αγίου Βασιλείου, η οποία συνδέεται με τας ωραιοτέρας αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας μας, ας διατηρήται πάντοτε άσβεστος εις την καρδίαν μας κατευθύνουσα και παιδαγωγούσα ημάς εις παν έργον αγαθόν προς δόξαν του εν Τριάδι Θεοϋ.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. 1. Ιδέ § ΠΑ'. Έκδ. F.Βοulenger, Grégoire de Nazianze, Discours funèbres en l'honneur de son frère Césaire et de Basile de Césarée, Ρaris 1908, σ. 228, J. -Ρ. Μigne, ΡG 36, 604 C.
  2. 2. Ένθ' αν. § ΙΑ', Έκδ. F. Βοulenger σ.78, ΡG 36, 508 Β. .
  3. 3. Ομιλία Γ' § 1. ΒΕΠ 51, 205.
  4. 4. J. Quasten, Ρatrology, νοl. ΙΙΙ, Utrecht-Antwert 1963, pp. 215 - 216.
  5. 5. Σχετικώς ιδέ εν τη μελέτη του καθηγητού Ι. Μαρκαντώνη, Oι Τρεις Ιεράρχαι εξ επόψεως ανθρωπολογικής-υπαρξικής, Αθήναι 1969 σ. 15 εξ.
  6. 6. Ομιλία εις τον ΛΒ' ψαλμόν § 6. ΒΕΠ 52, 69. Όροι κατ' Επιτομήν, Ερώτησις Ρος' ΒΕΠ 53, 301 κ.ά.
  7. 7. Όροι κατά πλάτος. Ερώτ. Β' § 3. ΒΕΠ 53, 150. Πρβλ. Ομιλία εις τον ΜΗ' ψαλμον § 8. ΒΕΠ 52, 122.
  8. 8. Κεφ. Α'. ΒΕΠ 52, 231-232.
  9. 9. Ομιλία εις το "Πρόσεχε σεαυτώ" § 3. ΒΕΙΙ 54, 30.
  10. 10. Ομιλία ΙΒ' εις την αρχήν των Παροιμιών § 5. ΒΕΠ 54, 119-120.
  11. 11. Ένθ' αν. § 6. ΒΕΠ 54, 121.
  12. 12. Ένθ' αν.
  13. 13. Ένθ' αν. § 5. ΒΕΠ 54, 120.
  14. 14. Ένθ' αν.
  15. 15. Ένθ' αν.
  16. 16. Ένθ' αν. § 8. ΒΕΠ 54, 123.
  17. 17. Ομιλία ΙΒ' εις την αρχήν των Παροιμιών § 9. ΒΕΠ 54, 124.
  18. 18. Ένθ' άν.
  19. 19. § 4. ΒΕΠ 51, 267.
  20. 20. Ερώτησις Β' ΒΕΠ 53, 148.
  21. 21. Εις την Εξαήμερον, ομιλία Θ' § 4. ΒΕΠ 51, 267.
  22. 22. § 9. ΒΕΠ 54, 125.
  23. 23. § 1. ΒΕΠ 52, 11.
  24. 24. § 7. ΒΕΠ 54, 140.
  25. 25. § 6. ΒΕΠ 54, 94.
  26. 26. Ερμηνεία εις τον Ησαΐαν § 202. ΒΕΠ 56, 203. Παρ' ότι το έργον κατατάσσεται μεταξύ των αμφιβαλλομένων έργων του Μ. Βασιλείου η ως άνω ιδέα απαντά και εις έτερα γνήσια έργα. Πρβλ. Ομιλία εις τον ΙΑ' ψαλμόν § 4. ΒΕΠ 52, 135 - Ι36.
  27. 27. Ομιλία Ι', Κατά Οργιζομένων § 6. ΒΕΠ 54, 106.
  28. 28. § 21. ΒΕΠ 56, 65.
  29. 29. Ένθ' αν.
  30. 30. Λόγος Πρώτος, ΙΙ. ΒΕΠ 7, 82.
  31. 31. § 6. ΒΕΠ 51, 190.
  32. 32. Ομιλία εις τον Α' ψαλμόν § 4. ΒΕΠ 52, 14-15.
  33. 33. Περί του Αγίου Πνεύματος Α' 2. ΒΕΠ 52, 232.
  34. 34. Ένθ' αν.
  35. 35. ΒΕΠ 54, 199-211.
  36. 36. Πρβλ. Π. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος, Βίος και πολιτεία, Συγγράμματα, Θεολογική σκέψις, Θεσσαλονίχη 1978 σ. 240, ένθα επισημαίνεται η υπό του μεγάλου Πατρός έξαρσις της χριστιανικής παιδείας υπέρ τήν θύραθεν διά του παραλληλισμού της μεν δευτέρας προς τα φύλλα της δε πρώτης προς τους καρπούς. Ως παρατηρεί ο καθηγητής Π.Χρήστου (μν. έργον, ένθ' αν.) «η θύραθεν σοφία είναι δι' αυτόν κάτι περισσότερον, είναι ουσιώδες στοιχείον της θεολογίας του». Διά να μη τύχη παρεξηγήσεως η τελευταία φράσις υπογραμμίζομεν το και υπό του ως άνω συγγραφέως σημειούμενον, ότι δηλ. η Θεολογία του Μ. Βασιλείου είναι εις την ουσίαν της καθαρώς χριστιανική (Πρβλ. ένθ' αν. σ. 241).
  37. 37. Τα πρακτικά του Συνεδρίου δεν έχουν εισέτι δημοσιευθή. Σχετικως ιδέ και τα εν τη Εισαγωγή αυτού εις τον Μέγαν Βασίλειον αναγραφόμενα εν ΒΕΠ 51, 98-99.
  38. 38. Texte und Untersuchungen 64, 1957 S. 422.
  39. 39. § 1. ΒΕΠ 52, 11-12.
  40. 40. Ομιλία εις τον ΡΙΔ' ψαλμόν § 5. ΒΕΠ 52, 141-142. Σχετικώς ιδέ και εν Β.Εξάρχου, Παιδαγωγικαί γνώμαι του Μ. Βασιλείου. Α' Η φύσις του ανθρώπου και το μορφώσιμον αυτoύ. Εν Αθήναις 1938, σσ. 38-39.
  41. 41. Όροι κατά πλάτος, Ερώτησις ΙΕ' 2 ΒΕΠ 53, 168.
  42. 42. § 2. ΒΕΠ 54, 117.
  43. 43. Το τελευταίον τούτο υπογραμμίζει ο Μ. Βασίλειος εις την κατά του Ευνομίου πολεμικήν του. Εις τον Β' κατά Ευνομίου λόγον του αναγράφει:«Ου γαρ τοίς ονόμασιν η των πραγμάτων φύσις ακολουθεί, αλλ' ύστερα των πραγμάτων εύρηται τα ονόματα» § 4. ΒΕΠ 52, 189-190. Αναλυτικώτερον περί της διδακτικής μεθόδου, διδακτέας ύλης κλπ. ιδέ Φ. Κουκουλέ, Βασιλείου του Μεγάλου, Δόξαι Παιδαγωγικαί, Εν Αθήναις 1907 σ. 14 έξ. Του αυτού, Οι Τρεις Ιεράρχαι ως παιδαγωγοί, Έκδ. Β', Εν Αθήναις 1959.
  44. 44. Πρβλ. Όροι κατά πλάτος, Ερώτησις ΙΕ' «... ότι διά το τινας των τεχνών ευθύς εκ νηπίου επιτηδεύεσθαι δείν, επειδάν ήδη τινές των παίδων επιτηδείως έχοντες φανώσι προς μάθησιν». ΒΕΠ 53, Ι70.
  45. 45. Ερώτησις ρνθ' ΒΕΠ 53, 290.
  46. 46. Πρβλ. Π. Μπρατσιώτου, Η εργασία κατά τους Τρεις Ιεράρχας, Εν Αθήναις 1958, σ.21.
  47. 47. Όροι κατά πλάτος. Ερώτησις ΙΕ' § 1 και 2. ΒΕΠ 53, 168-169.
  48. 48. Όροι κατά πλάτος. Ερώτησις ΙΕ' § 1 και 2. ΒΕΠ 53, 168 - 169.
  49. 49. ΄Ενθ' αν.
  50. 50. ΒΕΠ 53, 168.
  51. 51. § 2. ΒΕΠ 53, 169.
  52. 52. Ένθ'αν.
  53. 53. § 5. ΒΕΠ 54, 120.
  54. 54. Ένθ' αν.
  55. 55. Ένθ' αν.
  56. 56. Ησ. 50,5.
  57. 57. Όρoι και πλάτος. Ερώτησις ΙΕ' § 3. ΒΕΠ 53, 169.
  58. 58. § 3. ΒΕΠ 52, 14.
  59. 59. Ασκητική προδιατύπωσις § 3. ΒΕΠ 53, 386.
  60. 60. Ένθ' αν.
  61. 61. Ομιλία "Περί του μη προσηλώσθαι τοις βιωτικοίς" § 4. ΒΕΠ 54, 191.
  62. 62. § 3. ΒΕΠ 55, 108.
  63. 63. Ομιλία εις τον ΚΘ' ψαλμόν § 6. ΒΕΠ 52, 60.
  64. 64. Σχετικώς ιδέ και εν Φ. Κουκουλέ, Βασιλείου του Μεγάλου, Δόξαι Παιδαγωγικαί, ενθ' αν., σσ. 26-29.
  65. 65. Πρβλ. ένθ' αν. σ. 17.
  66. 66. Ομιλία εις τον Α' ψαλμόν § 2. ΒΕΠ 52, 12
  67. 67. ΒΕΠ 55, 161.
  68. 68. Αριστ. Πολ. Α' 1260a, 12-14.
  69. 69. § 4. ΒΕΠ 54, 61-62.
  70. 70. Cod. Just. VΙΙΙ, 51, 2.
  71. 71. Νοv., 153, c. 1.
  72. 72. Αναλυτικώτερον ιδέ εν S. Giet, Les idées et l'action sociales de Saint Βasile, Ρaris 1941 pp.75-84. Ιδέ ωσαύτως Δ. Μωραΐτου, Παιδαγωγικαί ιδέαι των Τριών Ιεραρχών, Εν Αθήναις 1962, σ.16 εξ.
  73. 73. Εις τον "Βίον της οσίας Μακρίνης" ο "Άγ. Γρηγόριος ο Νύσσης αναγράφει ότι η Μακρίνα ανετράφη από την μητέρα των Εμμέλειαν με τα μαθήματα της θεοπνεύστου Γραφής και μάλιστα με την Σοφίαν Σολομώντος και το Ψαλτήριον (ΡG 46, 961 D-964 Α), η ιδία δε η Mακρίνα τον νεώτερον εκ των αδελφών των, τον Πέτρον, «επί πάσαν την υψηλοτέραν ήγαγε παίδευσιν, τοις ιεροίς των μαθημάτων εκ νηπίων αυτόν ενασκήσασα» (ΡG 46, 972 C).
  74. 74. ΒΕΠ 53, 124.
  75. 75. Εις την "Κατά μεθυόντων" ομιλίαν του (§ 8) λέγει μεταξύ των άλλων εις τους ακροατάς του· «Πώς τους παίδας νουθετήσητε, ανουθέτητον ζωήν και αδιάτακτον ζώντες;». ΒΕΠ 54, 150.
  76. 76. Όροι κατά πλάτος. Ερώτησις ΙΕ' § 4. ΒΕΠ 53, 169-170.
  77. 77. § 6. ΒΕΠ 52, 99.
  78. 78. ΒΕΠ 55, 343.
  79. 79. Επιστολή 199 § 18. ΒΕΠ 55, 224. Πρβλ. Όροι κατά πλάτος, Ερώτ. ΙΕ' § 4. ΒΕΠ 53, 170.
  80. 80. Πρβλ. Επιστολή 199 § 42. ΒΕΠ 55, 227.
  81. 81. «Νοn est virginalis pudoris eligere maritum». De Abraham Ι, 9. J.-Ρ. Μigne, ΡL 14, 453. Σχετικώς ιδέ και εν S.Giet, Les idées..., μν. Εργ. σ.83.
  82. 82. § 6. ΒΕΠ 51, 259.
  83. 83. Ένθ' αν.
  84. 84. Ένθ' αν.
  85. 85. § 4. ΒΕΠ 51, 267.
  86. 86. § 5. ΒΕΠ 54, 82.
  87. 87. Όρος Ος'. ΒΕΠ 53, 124.
  88. 88. Ομιλία Η' εις την Εξαήμερον § 5. ΒΕΠ 51, 258.
  89. 89. Ένθ' αν.
  90. 90. Ένθ' αν.
  91. 9Ι. Πρβλ. ιδία τα αναγραφόμενα εις την Θ' ομιλίαν του εις την Εξαήμερον § 4. ΒΕΠ 51, 267 - 268.
  92. 92. Πρβλ. "Περί του Αγίου Πνεύματος" § 23. ΒΕΠ 52, 250. Σχετικώς ιδέ και την μελέτην του καθηγητού και ακαδημαϊκού Ι. Καρμίρη, "Η Εκκλησιολογία του Μ. Βασιλείου", Εν Αθήναις 1958 σ. 8, ένθα υπογραμμίζεται ότι το Άγιον Πνεύμα απεργάζεται ου μόνον τον αγιασμόν των μελών της Εκκλησίας, αλλά και την τελείαν εσωτερικήν και οργανικήν ενότητα των χριστιανών μελών εν τω ενί σώματι του Χριστού.
  93. 93. Εν σ. 9
  94. 94. Πρβλ. Ν. Μπρατσιώτου, ο Μέγας Βασίλειος πρότυπον πνευματικού ανθρώπου, Αθήναι 1974 σ. 26.
  95. 95. Κεφ. ΙΕ' § 35. ΒΕΠ 52, 259.
  96. 96. Εις το σημείον τούτο διαφοροποιούμεν πως την θέσιν μας έναντι του Β. Εξάρχου, ο οποίος υπερτονίζων την φύσει υπάρχουσαν εις τον άνθρωπον ικανότητα να πράξη το καλόν θεωρεί την του Ιησού Χριστού έλευσιν «οιονεί μάλλον υποδειγματικήν διδακτικήν, ίνα μη παραπλανάται ο άνθρωπος» (Παιδαγωγικαί γνώμαι..., ενθ' αν. σ.46). Ατυχώς το ως άνω σημαντικόν χωρίον εκ του "Περί Αγίου Πνεύματος" έργου παρατίθεται ημιτελές (ένθ' αν. σσ. 45-46 εν υποσημειώσει).
myriobiblos.gr

Δημοφιλή

Επιλογή

Προσευχή για τους εχθρούς και τους φίλους - Oratio pro inimicis et amicis

̓ Ανεξίκακε βασιλεῦ καὶ ἀίδιε, ὁ διὰ τὴν ἐκ ξύλου κατάκρισιν ἐπὶ ξύλου ἀρθεὶς, καὶ τοῖς ἀκολουθεῖν σου τοῖς ἴχνεσιν αἱρουμένοις μακροθυ...